Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΒΑΛΕΣ ΚΙ ΑΥΤΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΣΟΥ;



Αγαπητό μου παιδί,

Ξεκίνησες Για τη ζωή με όνειρα χρυσά, με όμορφες ελπίδες. Και είχες τόσο καλές προϋποθέσεις!  Ήσουν ο πρώτος στο σκολειό σου όλα τα χρόνια. Ο αναμφισβήτητα ταλαντούχος. Καμάρι των γονιών σου, των φίλων σου, των καθηγητών σου. Όλοι πρόβλεπαν για σένα δρόμους στρωμένους με δάφνες, πορείες μονάχα προς την επιτυχία και με τελικό αποτέλεσμα τον θρίαμβο.

Και δεν δίσταζαν να σκέφτονται «φωναχτά» για σένα.

Δεν έκρυβαν τις προσδοκίες τους μέσα σε μιαν αιδήμονα αναμονή. Τις δημοσίευαν ακόμα και μπροστά σου.

Και ήταν πολύ φυσικό για σένα να φουντώνουν ακόμα πιο πολύ τα όνειρα σου, ακόμα πιο έντονες να γίνονται οι προσδοκίες σου από τον ίδιο τον εαυτό σου.


Και οι αποσκευές σου για το όμορφο, στα σοβαρά αύτη τη φορά, ξεκίνημα σου στη ζωή όλο και γέμιζαν.

Τα άριστά σου στο σκολειό φούσκωναν τα πανιά της λιλιπούτειας βαρκούλας σου στα ήσυχα νερά της λίμνης, όπου γλιστρούσε ως τώρα απαλά.

Και προμηνούσαν πως το Ίδιο θα φούσκωναν και τού ιστιοφόρου σου τα κατάλευκα ιστία, οι ώριμες πια επιτυχίες σου στις θάλασσες και στους ωκεανούς του βίου.


Και να λοιπόν, που ήρθε ή ώρα.

Και είχε μορφή διαγ(κ)ωνισμού για να σε κάνουν, ως έλπιζες, επίσημα δεχτόν στους χώρους της πολλής σοφίας.

Όχι πως χρειαζόταν για σένα ετούτη ή δοκιμασία, μα για να ιδούνε όλοι πια ποιος ήσουν και για τι ικανός! Και δεν θα αργούσε ο κόσμος όλος να μάθει πως θριαμβεύεις πάλι όχι ως παιδί πια, μα αντρίκια τώρα και στ' αλήθεια σε στίβους και παλαίστρες της ζωής. Τι θα έχει να γίνει τότε.

Αλήθεια, τι θα έχει να γίνει!


Γιατί όμως αλλάζει ή όψη σου, παιδί μου; Γιατί έχει γίνει σκυθρωπή και σκοτεινή; Τρέμεις ολόκληρος. Ρίγος σύγκορμο σε πιάνει. Και όμως γύρω τριγύρω σου σκάει το τζιτζίκι από τη ζέστη!

Είναι Αλήθεια; Όχι!

Σίγουρα έγινε λάθος.

Πως είναι δυνατό να μη βρίσκεται στη λίστα των επιτυχόντων πρώτο στα πρώτα το δικό σου όνομα; Να το 'χουν παραλείψει άραγε; Μα είναι δυνατόν;
Μήπως το ' γραψαν κατά λάθος δεύτερο;

Ούτε κι εκεί το βλέπεις.

Μήπως καν τρίτο; Ούτε και τρίτο!

Σε ζώνουν μαύρα φίδια. Των αδυνάτων αδύνατο είναι, λες μέσα σου, να λείπει το όνομά μου. Μα κιόλας ή διαίσθηση, πιο γρήγορη από τη σκέψη κι από το βλέμμα σου, σε πληροφόρησε για ό,τι δε θα ήθελες και να το σκεφτείς. Δεν έχει ο κατάλογος το όνομά σου ως τώρα ούτε και στων ουραγών τη θέση καν!

Το όνομά σου, που δε γνώρισε παρά μόνο την πρώτη θέση, τώρα ούτε και ως τελευταίο δεν μπόρεσε να βρει μια κάποια θέση. Μα ετούτο είναι τρομερό! Ετούτο εδώ είναι καταστροφή αφάνταστη! Καταστροφή αβάσταχτη!

Κλαις τώρα. Απελπισμένα κλαις.

Κλαις όμως κρυφά. Μην τύχει και ιδούν όλοι τον πόνο σου και γελάσουνε εις βάρος σου. Και τώρα πως θα ιδείς γονιούς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς, τον κόσμο όλον;

Η σκέψη σου σκοτείνιασε. Το μάτι σου θολό, δε βλέπει. Οι λογισμοί σου φίδια γίνονται κατάμαυρα και ζώνουνε θανατερά την ύπαρξή σου.

Όλα για σένα τώρα τα τυλίγει ζόφος αδιαπέραστος, σκοτάδι, σκοτάδι πολικό τριγύρω σου. «Γιατί να ζεις λοιπόν;» σφυρίζει ύπουλα κάποια σκέψη μέσα σου. «Γιατί να ζω λοιπόν»; είναι και ή δική σου οιμωγή. και δεν αργείς να πάρεις τη φριχτή απόφαση.

Αφού δεν μπήκες απ' την αψίδα του θριάμβου στη λεωφόρο της ζωής, κάποιο παραθύρι γυρεύεις σκοτεινό για να ριχτείς στα χάη, στα φριχτά ερέβη, στην παγερή αγκάλη του θανάτου...

Κι έφυγες!

Έφυγες αφήνοντας πίσω σου μια μάζα σάρκινη, νεανική, ζεστή με άφθονο άλικο πορφυρωμένη αίμα.

Το μόνο θλιβερό κατάλοιπο από ελπίδες κάποτε κατάφορτο, ζωή, από ασπαίρουσες λαχτάρες γεμάτη και παλλόμενους καημούς κι ονείρατα. Νόμιζες πως ίσως έτσι θ' άφηνες δυνατή, όσο κι αν ήτανε βουβή, μία διαμαρτυρία για το μεγάλο δράμα σου.

Αχ, γιατί το έκανες αυτό, παιδί μου αγαπημένο;

Δεν σκέφτηκες πως μόνος σου δεν ήσουνα στη ζωή;

Δε σκέφτηκες γονιούς, δικούς, φίλους, γνωστούς, όλους εμάς, που νιώθαμε ξεχωριστή αγάπη για το πρόσωπο σου;

Γιατί παιδί μου, δε σκέφτηκες να βάλεις μέσα στις αποσκευές σου μαζί με όλα τα απαιτούμενα και την, καθόλου ευπρόσδεχτη βέβαια, μα πάντοτε παρούσα στη ζωή, αποτυχί α;

Είν' ή ζωή μονάχα φως; δεν είναι και σκοτάδι;

Ειν' ή ζωή μονάχα άνοιξη πασίχαρη; δεν είναι και χειμώνα παγωνιά;

Δεν είναι μία όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία σύνθεση λευκού και μαύρου;

Και καλά εσύ. Νέος αμάθητος ως ήσουνα, δεν μπόρεσες να ιδείς μες στη ζωή όχι μόνο τον θρίαμβο, αλλά και τον αντίποδά του. Δεν τον έβαλες ποτέ στο νου σου.

Μα δεν ευρέθη κανένας μεγαλύτερος, κανένας δεν ευρέθη, να σου τονίσει και να σου μολογήσει όλη την αλήθεια για τη ζωή;

Να σου υπογραμμίσει δεν προσπάθησε κανένας πως η ζωή χαμόγελο δεν είναι μόνο, αλλά και δάκρυ ολόπικρο, δάκρυ του πόνου και της συμφοράς;

Πως η ζωή χορός σε ροδοπέταλα δεν είναι;

Γιατί ξεχάσανε να σου το πούνε;

Γιατί, παιδί αγαπημένο μου, αφού το ξέρανε καλά εκείνοι, σου το χουνε αποκρύψει;

Και όμως το ξέρανε και το ξέρουνε πως σαν ήλιου συχνά αναλαμπές μες από γκρίζων σύννεφων σχισμές κάποιοι θρίαμβοι ή κάποιες δακρύβρεχτες χαρές προβάλλουν;

Και ήτανε ή αλήθεια αυτή τόσο απλή και τόσο αυτονόητη και θα έπρεπε ακόμα να σου φανερώσουν πως την άγκυρα της ελπίδας μας στον Ουρανό πρέπει να την ρίχνουμε, γιατί τότε αυτή ριζοβολάει στην ψυχή και ξεπερνάει ή καρδιά κάθε μπόρας και καταιγίδας φόβους ή και καταστροφές, άλλα και τις ίδιες τις καταστροφές και μπόρες.

Όλα αυτά γιατί δε σου τα έχουν μεταδώσει όντας μεγάλες αλήθειες της ζωής;

Στα ίχνη τα αιμάτινα, που άφησες επάνω στις άψυχες τις πλάκες, αυτές,που συντρίψανε μαζί με τη ζωή και την ελπίδα, χύνω κι εγώ τα δάκρυα της καρδιάς μου. Και βλέποντας βουβά κι αμίλητα τα νειάτα να περνούν μπρος απ τα κατάλοιπά σου, θα ' θελα δυο λόγια να τους πω απ της καρδιάς τα βάθη:

Νειάτα χρυσά, νειάτα ελπιδοφόρα, μη φοβηθείτε μαζί με τα πλούσια εφόδια μόρφωσης, γνώσης και σοφίας να βάλετε μαζί τους και την πίστη στο θεό.

Μέσα σ' αυτήν και με τη δύναμη της ακόμη και ή όποια αποτυχία δε θα μπορέσει να ανατρέψει την πορεία επιτυχίας στη ζωή!
 
Αρχιμ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ Ν.ΒΙΤΤΗ                                          

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ


Φως μοναχοίς άγγελοι. Φως δε πάντων ανθρώπων και μοναδική πολιτεία είνα η ζωή κατά μίμηση των Αγγέλων. Αυτή στήριξε την οικουμένη.
Ο Χριστιανός που ενδύεται το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα είναι άξιος πολλών επαίνων και μακαρισμών. Όταν λοιπόν κάποιος προσέρχεται για να αφιερώσει τη ζωή του εξ όλης της ψυχής και την διάνοια του στο Νυμφίο Χριστό, τότε χαίρεται και αγάλλεται ο Ουρανός και πανηγυρίζει ο κόσμος των Αγγέλων γιατί ένας ακόμη άνθρωπος τάχτηκε να μιμηθεί τη ζωή τους. Ο μοναχός και η μοναχή ζουν και κινούνται σε μια πνευματική όαση με το νοσταλγικό λόγο «ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος» και μαζί με τον κόσμο παρέρχεται το όνομα του παλιού και λαμβάνει νέο όνομα διότι εγκαταλείπει τον παλιό άνθρωπο και ενδύεται το νέο άνθρωπο.
Την ώρα την μοναχικής κουράς προσέρχεται ο δόκιμος μοναχός ανυπόδητος, ασκεπής, φορώντας μόνο ένα απλό λευκό χιτώνα, και δηλώνοντας έτσι ότι όλα τα περιττά και κοσμικά τα απέρριψε και είναι έτοιμος να ενδυθεί το τιμημένο ράσο και τα άγια ρούχα του μοναχού. Κατ την μοναχική κουρά ο δόκιμος μοναχός η μοναχή ενδύεται το λέντιον η ζωστικό ,η αντερί το οποίο είναι μαύρο χρώματος και συμβολίζει το χιτώνα της ευφροσύνης και της αγαλλιάσεως αντί της γυμνώσεως και της καταισχύνης την οποία φορέσαμε με την παρακοή μας και αντί της φθοράς και του θανάτου που μας προξένησε αυτή η παρακοή και την οποία φθορά αναιρεί το μοναχικό σχήμα με την υπακοή και τον ενάρετο βίο. 
Ο χιτώνας αυτός ονομάζεται χιτώνας δικαιοσύνης γιατί η λέξη δικαιοσύνη σημαίνει κάθε αρετή, και ο μοναχός φορώντας το οφείλει να γίνει πρόθυμος για κάθε αρετή.
Μάλιστα το μαύρο χρώμα του σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι πάντοτε οχυρωμένος με το πένθος για την αμαρτία και την ξενιτιά του κόσμου.
Έπειτα ο μοναχός .η, η μοναχή ενδύεται τον ανάλαβο- το πολυσταύρι- ο οποίος φοριέται από τους ώμους μπροστά και πίσω σταυροειδώς και σχηματίζει το σημείο του σταυρού, όχι μια, αλλά πολλές φορές.. εικονίζει το σημείο του Σταυρού και σημαίνει ότι ο μοναχός αναλαμβάνει το σταυρό του επί των ώμων του και ακολουθεί το Δεσπότη Χριστό.
Καθώς το πολυσταύρι περιέχει πολλούς σταυρούς και περιβάλλει μπροστά και πίσω το σώμα του μοναχού και της μοναχής το περιφράσσει και το οχυρώνει από τις προσβολές του διαβόλου και από κάθε κακή επιθυμία.
Έπειτα ζώνεται γύρω από την μέση του δερμάτινη ζώνη «εις νέκρωσιν σώματος και ανακαίνισιν πνεύματος».
Η ζώνη αποτελεί σημείο σωφροσύνης, καθαρότητας και νεκρώσεως των κινήσεων της σάρκας κι επίσης σημείο ισχύος εναντίων των παθών και παράλληλα στήριξη στις πράξεις των εντολών.
Κατόπιν ο μοναχός ή η μοναχή φορά τα σανδάλια με τα οποία ετοιμάζεται να εφαρμόσει και να διαδώσει με τα οποία ετοιμάζεται να εφαρμόσει και να διαδώσει το Ευαγγέλιο της ειρήνης. Επίσης τα σανδάλια αυτά τον προφυλάγουν για να μην προσκρούσουν τα πόδια του και να μην δαγκωθεί από το νοητό οφι, αλλά να επιβαίνει πάνω σε αυτούς και να καταπατεί λέοντα και δράκοντα (δηλαδή τα κρυφά και φθονερά θηρία της κακίας). Με τα σανδάλια αυτά θα τρέχει κατευθείαν την οδό του Ευαγγελίου μέχρι, ότου φτάσει στους Ουρανούς εκεί που είναι το πολίτευμα των μοναχών ,κατά τον Απόστολο Παύλο.
Κατόπιν ενδύεται το πάλλιον- εξώρασο- του μεγάλου και αγγελικού σχήματος και όπως λέγει στην μοναχική κουρά το ενδύεται ως στολή αφθαρσίας και σεμνότητας και ως σημείο της σκέπης του Θεού για την ευλαβή του ζωή αποτελεί τη θεια περιβολή που του χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.
Κατόπιν ενδύεται το κουκούλιον της ακακίας ως περικεφαλαία ελπίδος για τη σωτηρία μέσω της εκ Θεού επισκιάσεως της χάριτος, αλλά και για την ύψωση του νου του μέσω της ταπεινοφροσύνης και της ακακίας, όπως ακριβώς είναι τα άδολα νήπια, αλλά και για τη θεού φύλαξη και περίθαλψη της κεφαλής με όλα τα αισθητήρια. Το κουκούλιο κρέμεται μπροστά και πίσω όπου βρίσκεται το λογιστικό και η καρδιά.
Τελευταία ενδύεται το μανδύα, ο οποίος θεωρείται το τελειότατο ένδυμα και το περιεκτικό όλων σημαίνει δε τη φυλακτική και σκεπαστική δύναμη του θεού, ταυτόχρονα το συνεσταλμένο ευλαβές και ταπεινό της Μοναχική ζωής, ενώ το ότι δεν έχει μανίκια σημαίνει ότι καθ` όλη τη ζωή του όλα τα μέλη του είναι νεκρά για κάθε κοσμική εργασία και αμαρτία.
 Αφήνει μόνο ελεύθερο το κεφάλι το οποίο βλέπει προς το Θεό και φρονεί τα θεία και ανατρέχει μόνο προς το Θεό. Αλλά, όπως είπαμε, και πριν ακόμη και το κεφάλι του μοναχού η της μοναχής είναι σκεπασμένο με το κουκούλιο, για να θεωρηθεί ότι έχει ασκεπή και ακάλυπτα τα αισθητήρια.
Στο σύνολο τους, όλα τα ρούχα του μοναχού εικονίζουν την νέκρωση του Χριστού μας. Ως τάφος εικονίζεται ο μανδύας και ως εντάφια τα υπόλοιπα ρούχα ο ανάλαβος και το Μεγάλο Σχήμα δηλώνουν ότι είναι εσταυρωμένος ο μοναχός για τον κόσμο όπως άλλωστε το υποσχέθηκε. Το κουκούλιο του εικονίζει το σουδάριο κι έτσι ο μοναχός μιμείται με το σχήμα του τον σταυρωθέντα Δεσπότη του, ο οποίος πέθανε και τυλίχτηκε στα σπάργανα και το σουδάριο.
Σε όλη του τη ζωή πλέον, ότι φορά θα του υπενθυμίζει ότι συνεσταυρώθηκε με τον Χριστό και συνεκρώθηκε μαζί του και οφείλει να αγωνιστεί και να συναναστηθεί και να συνανυψωθεί και να αναφανεί συγκληρονόμος της πατρικής Βασιλείας και των αγαθών των ετοιμασμένων προ καταβολής κόσμου…

                ΠΗΓΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 115       

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ


Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η τοῦ Ἠλία Νικ. ΣΕΦΕΡΙΔΗ Εἰσαγγελέα Πλημμελειοδικῶν Σερρῶν
 

 

 Μᾶς τέθηκε τὸ ἐρώτημα μὲ τὸ ἀριθμ. πρωτ. 117/13.6.2001 ἔγγραφο τοῦ Ληξιάρχου τοῦ Δήμου Σερρῶν, μετὰ τὴν διαβίβαση πρὸς τὰ ληξιαρχεῖα τῆς χώρας τῆς μὲ ἀριθμ. 77700/411184/38/21/2000 ἐγκυκλίου τοῦ Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν, Δημόσιας Διοίκησης καὶ Ἀποκέντρωσης, (ΕΣΔΔΑ), ποὺ διαβιβάστηκε μεταξὺ ἄλλων καὶ στὸ Ληξιαρχεῖο Σερρῶν στὶς 17.1.2001 καὶ ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνει τὰ ἀναγραφόμενα στὸ μέ ἀριθμ. Α3/108,98/6.10.99 ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, μὲ τὴν ὁποία δίδεται ἡ ἐντολὴ στὰ ληξιαρχεῖα καὶ Μητρῶα Ἀρρένων τῆς Χώρας νὰ καταχωροῦν ὡς θρήσκευμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ἄν αὐτοὶ τὸ ἐπιθυμοῦν κατὰ τὶς δηλώσεις τους «Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». 

Ἱστορικὸ 

 Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ (Χιλιαστὲς) καταχωροῦντο στὰ Μητρῶα Ἀρρένων καὶ στὰ ληξιαρχεῖα τῆς χώρας στὶς στῆλες ἀναγραφῆς θρησκεύματος ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, Δημόσιας Διοίκησης καὶ Ἀποκέντρωσης πρόσφατα μὲ ἐγκύκλιό του ποὺ κοινοποιήθηκε στὰ ληξιαρχεῖα τῆς Χώρας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ οἱ ἀνωτέρω νὰ καταχωροῦνται, ἄν δηλώνουν τοῦτο ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ (βλ. τὴν μὲ ἀριθμ. 77700/21.12.2000 ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου ΕΣΔΔΑ) παραπέμποντας στὸ μὲ ἀριθμ. Α3/108,98/6.10.99 ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε μὲ βάση τὴν ἀριθμ. 59/1995/565/651/26.9.96 ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἄδεια λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, μὲ βάση τὴν ὁποία ἀποκλείεται ἡ παρέμβαση τοῦ Κράτους στὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν καὶ στὴν ἔκφραση αὐτῶν (θρησκευτικῶν πεποιθήσεων). 

 Σύμφωνα μὲ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 24 παρ. 5 ἐδάφ. β τοῦ νόμου 1756/88 ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀπευθύνει πρὸς ὁρισμένους Κρατικοὺς Λειτουργοὺς παραγγελίες, ὁδηγίες καὶ συστάσεις μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ οἱ ληξίαρχοι, ἐνῶ κατὰ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 25, παρ. 1, ἐδάφ. θ τοῦ ἰδίου Νόμου (1756/88) ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο σὲ ὁρισμένους Κρατικοὺς Λειτουργοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ οἱ ληξίαρχοι τῆς περιφέρειάς τους. Ἐξάλλου, ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 7 παρ. 1, 12 παρ. 4 καὶ 13, παρ. 2 τοῦ νόμου 344/76 ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἐνεργεῖ ἐπιθεώρηση στὰ ληξιαρχεῖα τῆς περιφέρειάς του καὶ ἐκδίδει πράξεις περὶ ἐγκυρότητας αὐτῶν (ληξιαρχικῶν πράξεων) καὶ ἄδειες διορθώσεων αὐτῶν. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται πὼς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἁρμόδιος γιὰ τὴν ἄσκηση ἐλέγχου στὰ ληξιαρχεῖα, τὶς καταχωρήσεις ληξιαρχικῶν πράξεων, τὴν ἐγκυρότητα ἤ ἀκυρότητα αὐτῶν, καθὼς καὶ τὴν ἔκδοση παραγγελιῶν, ὁδηγιῶν καὶ συστάσεων σχετικῶν μὲ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τῶν ληξιάρχων εἶναι ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν. Ὁποιαδήποτε ἄλλη παρέμβαση δημόσιας ὑπηρεσίας ὡς πρὸς τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τῶν ληξιάρχων καὶ κυρίως ὡς πρὸς τὰ καταχωρούμενα στοιχεῖα σ’ αὐτὲς (ληξιαρχικὲς πράξεις) θεωρεῖται ὡς ὑπέρβαση ἐξουσίας, ἀφοῦ τὸ δικαίωμα ἐλέγχου καὶ ἐπιθεωρήσεως τῶν ληξιαρχικῶν βιβλίων δίδεται σύμφωνα μὲ τὶς προμνημονευόμενες διατάξεις ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν Εἰσαγγελέα Πρωτοδικῶν. 

 Σύμφωνα μὲ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 1, 2, 4 τοῦ Συντάγματος 1975 τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀπαραβίαστο. Ὡς θρησκευτικὴ ἐλευθερία θεωρεῖται ἡ ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς λατρείας καὶ οἱ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τοῦ ἀτόμου. Γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ καὶ τὴν προστασία του πρέπει νὰ ὑφίσταται γνωστὴ θρησκεία. Τὸ δικαίωμα τοῦτο προστατεύεται καὶ ἀπὸ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1, 2 τῆς ἀπὸ 4.11.50 Σύμβασης τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἀπὸ 20.3.52 πρωτοκόλλου τῶν Παρισίων ποὺ ὑπογράφηκε ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ποὺ κυρώθηκε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸν νόμο 2329/53 καὶ ΜΔ 33/74. Τὸ ἀνωτέρω δικαίωμα περιορίζεται μόνο στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ἄσκηση αὐτοῦ προσκρούει στὴν δημόσια τάξη, τὴν ὑγεία καὶ τὰ χρηστὰ ἤθη (βλ. σχετ. ΑΠ 421/91 ΝοΒ 39 σελ. 1421 ΤρΠλΤριπ 512/92 Ποιν. Χρον ΜΓ σελ. 317). 

 Βασικὸ δόγμα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἐν γένει εἶναι ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ τρισυπόστατο αὐτῆς (Θεότητας), τὸ ἕνα πρόσωπο σὲ τρεῖς ἐκφάνσεις, Πατὴρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ ὀρθὸν. «Βασικὸ δόγμα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἐν γένει εἶναι ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ β΄ πρόσωπο τῆς μιᾶς Ἁγίας Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ἤτοι τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ ὄντος Τρισυποστάτου· τοῦ Πατρὸς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ παραδόθηκε διὰ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος 325 καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τὰ πρῶτα ὀκτὼ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 381 θέσπισε τὸ ἔνατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καὶ ἀφορᾶ τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, καταδικάζοντας τὶς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Μακεδονίου καὶ Ἀπολλιναρίου καὶ ἡ Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 431 ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοτόκο καταδικάζοντας τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου ποὺ ὑποστήριζε πως ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι Χριστοτόκος καὶ ὄχι Θεοτόκος. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐν γένει ἀναγνωρίζει ὡς ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς του τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Υἱὸ Θεοῦ. Ἐνῶ οἱ Χιλιαστὲς χαρακτηρίζουν τὸν Χριστὸ ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο (βλ. χιλιαστικὸ περιοδικὸ 22.12.84 μὲ τὸν διακριτικὸ τίτλο «Ξύπνα») δὲν δέχονται τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, δεχόμενοι τὴν σωτηρία μόνο τῶν 144.000 καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν ψυχῶν τῶν λοιπῶν, δὲν πιστεύουν στὴν ἐν σώματι ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πιστεύοντας πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὶν τὴν σάρκωσή του (ἐνανθρώπισή του) ἦταν Ἄγγελος μὲ τὸ ὄνομα Μιχαὴλ καὶ παλαιότερη δοξασία τους ὑποστήριζε πὼς ὁ Χριστὸς Λόγος ταυτιζόταν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ διαβόλου. Ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται πλήρως ἀπό τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ἰωάννη α-1, κ΄, 28, 9 καὶ 10, πρὸς Ρωμ. θ΄, 5, πρὸς Τίτ. 13). 

 Ἡ καινοφανὴς ὀνοματοδοσία τους ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι ἀναληθὴς, ἀπατηλὴ καὶ παραπλανητικὴ, ἐκτὸς καὶ ἄν ἔχουν μεταλλάξει τὶς δοξασίες τους περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δεχόμενοι τὴν Θεότητα αὐτοῦ, γεγονὸς ποὺ δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ οὐδένα. Ὁ Χιλιασμὸς καὶ οἱ δοξασίες του θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ὡς παναίρεση, ὄχι ὅμως ὡς χριστιανικὴ αἵρεση. Οἱ ἀπόψεις τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ὡς συνοθύλευμα τῶν δοξασιῶν τῶν Ἐβιωναίων ἤ Ἐβιωνιστῶν (ἰουδαΐ ζουσα αἵρεση) καὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀπολλιναρίου (βλ. Ἀναστασίου Ἀντωνόπουλου, Χιλιασμὸς καὶ Χριστιανισμὸς, σελ. 48ξ ἑπ.). Ἀπὸ τὴν σύσταση τῆς Ὀργάνωσης τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ αὐτοὶ ἐμφανίζονταν κατὰ περίπτωση μὲ διάφορες ἐπωνυμίες. Ἀρχικὰ εἶχαν ἐμφανιστεῖ ὡς Ρωσελίτες, ἐπωνυμία προερχόμενη ἐκ τοῦ ἱδρυτὴ τῆς Ὀργανώσεώς τους Καρόλου Ρῶσελ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπορος ἐνδυμάτων, ποὺ διατηροῦσε πολλὰ καταστήματα στὸ Μπρούκλιν τῶν ΗΠΑ. Ὁ Ρῶσελ λόγῳ ἀποτυχίας του στὸ ἐμπόριο ἐνδυμάτων θέλησε νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Ν.Μπαρμποὺρ ἐκδότη τῆς ἐφημερίδος Ἑωθινὸς Κήρυκας, ἐπειδὴ ἡ συνεργασία αὐτὴ δὲν ἐπιτεύχθηκε, ἵδρυσε τὴν φυλλαδικὴ ἑταιρεία μὲ τὴν ἐπωνυμία Σκοπιὰ τοῦ Πύργου. Σκοπὸς τῆς ἑταιρείας ἦταν ἡ διανομὴ φυλλαδίων τοῦ περιοδικοῦ Σκοπιὰ μὲ τὶς δοξασίες τους ποὺ ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται καὶ διαδίδονται σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν συνέχεια ἐμφανίστηκαν μὲ τὴν ἐπωνυμία Χιλιαστὲς, ποὺ στηρίζεται στὴν δοξασία τους περὶ χιλιετοῦς βασιλείας, ἀργότερα ἐμφανίστηκαν ὡς Σπουδαστὲς τῆς Γραφῆς, ὡς Χαραυγίτες τῆς χιλιετίας, ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ προσφάτως μὲ τὴν νεόκοπη ἐπωνυμία ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. 

 Στὸ ἀπόρρητο χιλιαστικὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Λύχνος» ἀναγράφονται οἱ σκοποὶ τῶν Χιλιαστῶν. Συγκεκριμένα ἀναγράφεται πὼς πρέπει νὰ μεταδίδουν τὶς δοξασίες τους σὲ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς κατ’ ἐπανάληψη ἐπισκέψεις καὶ οἰκονομικὲς βοήθειες σ’ αὐτοὺς. Ἕνα ἄλλωστε ἀπό τὰ δόγματὰ τους εἶναι πὼς θὰ ἔλθει ἡ χιλιετὴς βασιλεία στὴν γῆ, ὅπου θὰ κυβερνήσουν οἱ προπάτορες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ κ.λπ., ὅταν συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν 144.000 (βλ. σχετ. μὲ παραπομπὲς Ηρακλ. 87/86 ΑρχΝ ΑΖ σελ. 470 μὲ σχόλιο Γεωργ. Κρίππα). Ἡ ἐπωνυμία τους αὐτὴ εἶναι ψευδὴς, ἀπατηλὴ καὶ παραπλανητικὴ, γιατὶ σκοπὸ ἔχει νὰ παραπλανήσει ἀφελεῖς καὶ ἀδυνάτους στὴν πίστη ἀνθρώπους, πὼς καὶ αὐτοὶ (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ) πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἄλλωστε φέρουν ὡς ἐπωνυμία τους τὸν τίτλο Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἐνῶ τοῦτο εἶναι ἀναληθὲς, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν ὡς ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς τους τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν θεότητα αὐτοῦ, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω δέχονται Αὐτὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο (βλ. χιλιαστικὸ περιοδικὸ μὲ τὸν τίτλο Ξύπνα 22.12.84). Τὸ Γαλλικὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας μὲ τὶς ἀριθμ. 215109/26.3.2000 καὶ 215152/23.3.2000 ἀποφάσεις του (βλ. περιοδιὸ Actualize Juridique 2000, σελ. 671) δὲν δὲχονται ὡς γνωστὴ θρησκεία στὴν Γαλλία τὸν Χιλιασμὸ. Τὸ Ὁμοσπονδιακὸ Διοικητικὸ Ἀκυρωτικὸ Δικαστήριο Γερμανίας ὁμοίως ἀπορρίπτει αἴτηση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ περὶ ἀναγνωρίσεώς τους ὡς γνωστῆς θρησκείας μὲ τὴν αἰτιολογία πὼς ἡ συμπεριφορὰ αὐτῶν ἀντίκειται πρὸς τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμοὺς δηλ. εἶναι ἀντίθετη μὲ τὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν ἔννομη ἐν γένει τάξη. Οἱ Χιλιαστὲς ἤ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ μὴ δεχόμενοι τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πιστεύοντας αὐτὸν ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ πὼς εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Ἑωσφόρου ἤ παλαιότερα πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Λόγος ἦταν ταυτόσημο πρόσωπο τοῦ διαβόλου δὲν μποροῦν νὰ αὐτοεπικαλοῦνται ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλὰ θὰ προσιδίαζε νὰ ὀνομαστοῦν ὡς Ἀντίχριστοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀφοῦ οἱ δοξασίες τους συνιστοῦν βλασφημία τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ δήλωση κάποιου πρὸς τὶς ἀρχὲς σχετικὰ μὲ τὸν τίτλο τοῦ θρησκεύματός του εἶναι διάφορος ὡς πρὸς τὶς πεποιθήσεις του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς του συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ Θείου. Οἱ χιλιαστὲς ἐπιθυμοῦντες νὰ δηλώνονται ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ προσπαθοῦν νὰ παραπλανήσουν καὶ προσηλυτίσουν ἀφελεῖς καὶ ἀδιάφορους πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀνθρώπους. Οἱ δηλώσεις τοῦ θρησκεύματος πρὸς τὶς ἀρχὲς ρυθμίζουν τὶς σχέσεις πολιτῶν πρὸς τὸ Κράτος καὶ ἐπιβάλλεται νὰ διέπονται ἀπὸ εἰλικρίνεια καὶ συνέπεια. Οἱ αὐτοεπικαλούμενοι Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, σκοπὸ ἔχουν μὲ τὶς δηλώσεις τους νὰ παραπλανήσουν ἀφελεῖς καὶ ὀλιγογράμματους κυρίως ἀνρθώπους πὼς καὶ αὐτοὶ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ἔτσι τοὺς προσηλυτίσουν καὶ μὲ τὶς λοιπὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ καταστήσουν ἔτσι ὀπαδοὺς τῶν δοξασιῶν τους. Ὁ πολίτης ὑποχρεοῦται νὰ δηλώνει εἰλικρινὰ ὅσον τοῦτο ζητεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τὸ θρήσκευμα ἤ δόγμα του. Ὁ χιλιασμὸς συνιστᾶ παναίρεση, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοδαπὴ νομολογία ὡ γνωστὴ θρησκεία, ἀφοῦ δὲν εἶναι γνωστὸ τὸ ἀκολουθούμενο τυπικὸ τους καὶ ἡ λατρεία τους. Γνωστὲς εἶναι μόνο οἱ δοξασίες τους, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν καθολικισμὸ ὡς πολέμιες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ ληξίαρχοι ὑποχρεοῦνται νὰ καταχωροῦν στὰ ληξιαρχικὰ βιβλία ὡς θρήσκευμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ τὸν ἀληθῆ τίτλο τῆς πίστεώς τους «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν δήλωση αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ νεόκοπη αὐτὴ ὀνοματοδοσία εἶναι ἀντίθετη μὲ τὶς δοξασίες τους, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω αὐτοὶ (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ) δὲν πιστεύουν στὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως δὲν ἀναγνωρίζουν αὐτὸν ὡς ἱδρυτὴ καὶ Ἀρχηγὸ τῆς πίστέως τους. 

 Οἱ δηλώσεις τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀντίκεινται στὰ χρηστὰ ἤθη, γιατὶ εἶναι παραπλανητικὲς καὶ ἀποβλέπουν στὸν προσηλυτισμό καὶ παραπλάνηση ὀλιγογράμματων καὶ ἀφελῶν ἀνθρώπων στὶς δοξασίες τους. 


 Ἑπομένως:
 Οἱ Χιλιαστὲς ἀποτελοῦντες παναίρεση, ἡ ὁποία βάλλει κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅταν μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς δοξασίας τους εἶναι καὶ ὁ προσηλυτισμὸς καὶ ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὀπαδῶν τους στὸν ἀριθμὸ 144.000. Οἱ ἀκολουθούμενες μεθοδεύσεις γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ὀπαδῶν τους ἀντίκειται στὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν ἐν γένει ἔννομη τάξη, ἀφοῦ οἱ χρησιμοποιούμενοι μέθοδοι παραβιάζουν τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καὶ μὲ πειθὼ, μὲ ἄσκηση ψυχολογικῶν πιέσεων, χρησιμοποίηση χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς ὀλιγογραμμάτους καὶ ἀσχέτους μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀνθρώπους παρερμηνεύοντας αὐτὰ προσηλυτίζουν αὐτοὺς στὶς δοξασίες τους. 
 Κατὰ συνέπεια, δὲν πρέπει οἱ ληξίαρχοι νὰ καταχωροῦν στὰ βιβλία τὶς ἀναληθεῖες δηλώσεις τῶν χιλιαστῶν καταχωρώντας αὐτοὺς ὡς Χριστιανοὺς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλὰ ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ πρὸς ἀποφυγὴ συγχύσεως καὶ προσηλυτισμὸ, γιατὶ οἱ δηλώσεις τους αὐτὲς ἄλλωστε δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἔκφραση τῶν θρησκευτικὼν τους πεποιθήσεων (οἱ ὁποῖες εἶναι βέβαιο πὼς βάλλουν κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ), ἀλλὰ σχέση ποὺ ρυθμίζει τὴν σχέση αὐτῶν μὲ τοὺς ἄλλους πολίτες καὶ τὴν ἀποφυγὴ ἔτσι ὅλων τῶν ἀνωτέρω συνεπειῶν.  
                                                                                                      
  

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Αθεΐα. Το καύχημα της εποχής μας


 


                   Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός. 



  Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
   
  Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!». 
 Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 

  Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.

  Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται». 
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.

  Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».

  Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».

  Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».

  Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.

  Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην». 
 Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».

  Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.

  Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.

  Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.

  Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!». 

Φώτης Κόντογλου (1895-1965) Λογοτέχνης                         
και Ζωγράφος. Δάσκαλος του Νίκου Εγγονόπουλου
και Γιάννη Τσαρούχη

Ὁ λόγος τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του, τὴν παραμονὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως

«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιώται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. [Βιάζεται] διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων.


Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως Θανάτου , πολλω μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων
μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τ῵ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. 


Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Σὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἢν  ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.


Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπῃρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Σὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρᾳ ὀλίγῃ τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι, ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Σαῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαίαν ἔχουσα μακρὰ ἔστω
πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται. Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται.
Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ. Μιμηθῆτε τοὺς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας,  πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν· καὶ ἐὰν ζ῵ον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζ῵α ἄλογα, καὶ χείρονες εἰσιν. Αἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖαι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ὑμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθέντων αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. 


Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἡμῶν πίστεως, χωρὶς εὐλόγου αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος, καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενόν του Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Σοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ
οἴκους ἤδη πυριαλώτους ἐποίησε· τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανούς, ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ᾐχμαλώτευσε· τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε. Σοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζ῵α καὶ τὰ ἑξῆς.


Ἐλθὼν οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳ τε καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων,
τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσφοριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, ΢υρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καὶ Ἰουδαίαν, Βακτριανοὺς καὶ ΢κύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν,
Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικόν, Λυχνίτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν Σουσκίνους, Κελτοὺς καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας ΢κούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι, καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγ῵ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ, καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα
ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ αὑτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων.

Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.»

Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη:

«Ἑνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστ῵ τ῵ θε῵, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ στρατιῶται δυνατοὶ καὶ ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι, οἳ διὰ τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ῥομφαίων καὶ χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τὴν πόλιν ταύτην τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καὶ ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί. Οἴδατε γὰρ καλῶς, καὶ δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα αὐτὴν ἀενάως εἴχετε· διὸ καὶ ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καὶ παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρᾳ ὡς φιλοπιστοί τε καὶ ὁμόπιστοι καὶ ἀδελφοὶ ποιήσητε.»

Εἶτα στραφεὶς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις:          

«Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ μεγαλοκάρδιοι καὶ  φημιστοί, καλῶς οἴδατε καὶ γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοὶ μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλὰ καὶ ὑμῖν διὰ πολλά τινα αἴτια. Ὑμεῖς μὲν πολλάκις μετὰ προθυμίας αὐτῇ ἐβοηθήσατε, καὶ συνδρομῇ ὑμετέρᾳ ἐλυτρώσατε ἀπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτῆς ἐναντίων. Σὰ νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τὴν Χριστ῵ ἀγάπην καὶ ἀνδρίαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.»

Καὶ πληθυντικῶς στραφεὶς πρὸς πάντας εἶπεν:

«Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα. Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτὸ μετ᾿ εὐνοίας φυλάξητε. Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο καὶ δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ ὑποταγὴν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καὶ δημάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατὰ τὴν τάξιν αὑτοῦ καὶ τάγμα καὶ ὑπηρεσίαν. Γνωρίσατε δὴ τοῦτο. Καὶ ἐὰν ἐκ καρδίας φυλάξητε τὰ ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν, ἐλπίζω εἰς θεὸν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς. Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τ῵ κόσμῳ ἔσεται.»

Καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ τὴν δημηγορίαν τελέσας καὶ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν τὸν θεὸν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀπεκρίναντο μετὰ κλαυθμοῦ λέγοντες «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν.»

Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πλεῖστα εὐχαριστήσας καὶ πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο.

Εἶτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τ῵ πρωΐ, Χάριτι καὶ ἀρετῇ τῇ παρὰ τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καὶ συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τὴν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τοὺς ἐναντίους μετὰ αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν.»

Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικὼν ἢ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μὴ μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τὴν πατρίδα φυλάξωσι. Καὶ ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καὶ ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τὴν φυλακήν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν. Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν. Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.

Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη

                     Γεωργίου ΢φραντζῆ, Χρονικὸν                                

Αρχαίοι Σοφοί και 12θεο. Τι πίστευαν;

Όλα σχεδόν τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας άσκησαν κριτική και αρνήθηκαν την αρχαιοελληνική ειδωλολατρία. «Κατά τους εξ π.Χ. αιώνας προσεπάθησαν να υπερβούν την πολυθεΐαν, να διαμορφώσουν μίαν υψηλοτέραν ιδέαν περί πνευματικού Θεού, να καθάρουν την έννοιαν του θείου από όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία είχαν επισωρεύσει η μυθολογία, η δεισιδαιμονία και η πρωτόγονος μαγική σκέψις των μαζών» (Κ. Σπετσιέρη, «Εικόνες Ελλήνων Φιλοσόφων», Αθήνα 1964, σελ. 75).
«Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι αντιτάχθησαν στην ειδωλολατρική πολυθεΐα και ηγωνίσθησαν, ώστε να καθαρθεί η έννοια του θείου από το μη θεοπρεπές στοιχείον» (Ν. Βασιλειάδη «Ο ανθρωπισμός του Χριστιανισμού» Αθήναι 1986, σελ. 48).

Πρώτος ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Εις Θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Απ.,11)! Τους θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, ανάρμοστα για τη θεία φύση. Υποστήριζε μάλιστα πως όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πως οι θεοί πεθαίνουν!

 
Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) επιζητούσε «εξαγνισμόν από τα είδωλα» και πνευματική λατρεία του θείου (Αποστ. 5, Diels). Συνέλαβε την έννοια του ενός Θεού υποστηρίζοντας πως «Έν πάντα… εκ πάντων έν καί εξ ενός πάντα…ταυτό τε ζών καί τεθνηκός καί εγρήγορος καί καθεύδον καί νέον και γηραιόν… αγαθόν και κακόν -εν καί ταυτόν-» (Β΄ 50, 10, 88, 58).
Καθιέρωσε την πνευματική έννοια του Λόγου ως την υπέρτατη αιτία των πάντων και ως τον πάνσοφο νου που συγκροτεί τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν (Α 16). Υποστήριζε πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδρασή στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κ.λπ.).

Ο Αναξίμανδρος (610-564 π.Χ.) αποφάνθηκε πως το θείον είναι «αθάνατον καί ανόλεθρον», «περιέχει δε άπαντα καί πάντα κυβερνά» (Αριστ., Μεταφ. 203Β).

Ο Εμπεδοκλής (493-433 π.Χ.) καταδίκασε έντονα τον ανθρωπομορφισμό της αρχαιοελληνικής θρησκείας και όρισε ότι το θείον είναι πνεύμα (Β΄ 134)

Ο Παρμενίδης (5ος αιών π.Χ.) αρνήθηκε μετά βδελυγμίας τις απαράδεκτες αντιλήψεις της εποχής του για το θείο και αποφάνθηκε πως αυτό είναι πέρα από κάθε φυσικό φαινόμενο και ανθρώπινη σύλληψη. Το θείον είναι «ατεμές» και «ακίνητον» (Β΄ 23, 24, 26)

Ο Αναξαγόρας (490-427 π.Χ.) απεφάνθη ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια, δεν είναι θεοί, όπως πρέσβευε η ειδωλολατρική θρησκεία και η οποία απαιτούσε λατρεία γι’ αυτά, αλλά πύρινες μάζες. Το ίδιο είχαν υποστηρίξει και ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος.

Ο Μητρόδωρος (5ος αιών π.Χ.), μαθητής του Αναξαγόρα, διακήρυξε πως «οι θεοί δεν είναι εκείνο που νόμιζαν όσοι τους έχτιζαν ναούς και τους προσκυνούσαν» (P. Decharme, «Ελληνική Μυθολογία» τομ. Α’, σελ. 286).

Ο Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) θεμελίωσε την έννοια της απόλυτης υπερβατικότητας του θείου και σατίρισε την παιδαριώδη θρησκευτικότητα της εποχής του, γι’ αυτό οι φανατικοί ειδωλολάτρες αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (Θ.Η.Ε., τομ. 10,692).

Ο Ηρόδοτος (480-421 π.Χ.) δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στο Μαντείο των Δελφών για ψεύτικους χρησμούς και στηλίτευσε την απαράδεκτη ιερή πορνεία (Ιστ. Ι. 199).

Ο Αριστόδημος και ο Δημοσθένης περιγελούσαν επίσης τις ανόητες μαντείες του δελφικού μαντείου (P. Dech., ό.π.). Επίσης ο Επίχαρμος (530-440 π.Χ.) λοιδορούσε την αρχαία ειδωλολατρία, διότι αυτή θεωρούσε «τούς θεούς είναι ανέμους, ύδωρ, γήν, ήλιον, πύρ, αστέρες» (Στοβ. Ανθ. 91,92).

Ο Πίνδαρος (522-446π.Χ.) στα περίφημα ποιήματά του απογύμνωσε τους θεούς από τις μυθολογικές γελοιότητες που προσβάλουν το θείο, (Πινδ. Ολυμ. Θ΄35) και (P. Dech., ό.π., σελ. 7) και δεν έκρυβε τις μονοθεΐζουσες ιδέες του (Θ.Η.Ε., τόμ. 10, 393).

Ο Πρόδικος (5ος αιών π.Χ.) υποστήριξε με πάθος πως οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω πλάνης, θεωρούσαν ως θεούς ό,τι ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους, όπως ο ήλιος, η σελήνη, τα ποτάμια οι πηγές, τα ζώα, κ.λπ. (Ξενοφ. Απομν. 11,3)

Ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) διακήρυξε πως ο Θεός είναι ένας και απόλυτα υπερβατικός για τον ανθρώπινο νου. Αποκήρυξε την θρησκεία της εποχής του γιατί οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I,II, 13).

Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε να πάψουν οι ανόητες ζωοθυσίες, αφενός μεν από σεβασμό προς τα ζώα και αφετέρου, επειδή ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιες ταπεινές πράξεις (Θ.Η.Ε., τόμ. 6,415).

Ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.) χαρακτήρισε τις γελοίες για τους θεούς διηγήσεις των ποιητών «αοιδών δυστήνους λόγους» (Ευρ., Ηρακλ. Μαιν. 1346) και υποστήριξε πως «εί οι θεοί εισί κακοί ουκ εισί θεοί» (Ευρ., Βαλλεροφ. 23) με αποτέλεσμα να γίνει στόχος του φανατικού ειδωλολατρικού όχλου και να καταφύγει στη Μακεδονία!

Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) υπήρξε σαφώς μονοθεϊστής. Κατά κανόνα ομιλούσε για Θεό και σπανιότατα ομιλούσε για θεούς. Στους μαθητές του δίδασκε διαφορετική θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο ως «έτερα καινά δαιμόνια εισφέρων».

Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C).Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα» (Νομ. IV 716e), «Ομοιούσθαι Θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των ό-ντων» (Νομ. Δ’ 713e).

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) όρισε το θείον ως «τό πρώτον κινούν ακίνητον», ως «Νόησιν Νοήσεως» και ως «Ζώον αΐδιον άριστον» (Μεταφ. 1072, Β’ 29) ορίζοντας έτσι την πίστη του σε μία υπερβατική αρχή. Υπεράσπισε την ενότητα της θείας ουσίας ως εξής: «ουκ πολυκοιρανίη εις κοίρανος» (Μεταφ. 1076Α). Αρνήθηκε κατηγορηματικά τις ανόητες περί θεών πίστεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας και γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεϊσμό!

Οι Στωικοί, ακολουθώντας την διδασκαλία του Ζήνωνα καθιέρωσαν την πίστη στον ένα Θεό και ερμήνευσαν τους μύθους του Ομήρου αλληγορικά (P. Nilsson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήναι 1977, σελ 304).

Αρνητές της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας υπήρξαν ακόμα ο Καρνεάδης, ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και όλοι οι σοφιστές, οι κυνικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι.

Το τελειωτικό κτύπημα στην αρχαία θρησκεία, το έδωσε ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος (317-297 π.Χ.) ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία η οποία έγινε τελικά ευρέως αποδεκτή, πως οι θεοί της αρχαιοελληνικής θρησκείας ήταν κάποιοι επιφανείς άνθρωποι της πολιάς αρχαιότητας, τους ο-ποίους οι άνθρωποι λόγω αμάθειας θεοποίησαν!

Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν του ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας († 165 μ.Χ.) έγραφε πως «Οι μετά λόγου βιώσαντες χριστιανοί εισί, κάν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μέν Σωκράτης καί Ηράκλειτος καί οι όμοιοι αυτοίς» (Ιουστ. Α΄ Απολ. α΄ 46,3, ΒΕΠΕΣ 3,186) και «Ουχ αλλότρια εστί τά τού Πλάτωνος διδάγματα τού Χριστού, όσα ούν παρά πάσι καλώς είρηται ημών τών Χριστιανών εστί» (Ιουστ. Β’ Απολ. 13,2-4, ΒΕΠΕΣ 3,207)!
Αργότερα, με το έπος και την σπουδή των κλασικών ο Βυζαντινός αναλαμβάνει την ελληνική του καταγωγή, χωρίς να αισθάνεται πως κάτι τέτοιο βλάπτει την Χριστιανικότητά του, συνδυάζοντας φιλοσοφία και θεολογία και ανακηρύσσοντας θαρραλέα τους σοφούς της αρχαιότητας χριστιανούς προ του γράμματος! Συναρμόζοντας τους αρχαίους με τους μέσους αιώνες στην ψυχή τους, οι άνθρωποι της εποχής εκείνης απεργάζονται δυναμικά την ιστορική του έθνους συνέχεια, το σε όραμά τους θα ζωντανέψει στους νάρθηκες των Εκκλησιών, όπου ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι άλλοι μεγάλοι του προχριστιανικού ελληνισμού θα ιστορηθούν με αμφίεση προφητών. Ο νεώτερος ελληνισμός, όπως άλλωστε και ο βυζαντινός που τον γέννησε δεν συνιστούν παράλληλα ή προδρομικά φαινόμενα των νεοτέρων χρόνων της Ευρώπης, αλλά συνιστούν, και εδώ έγκειται η εθνική μας ιδιορρυθμία, ανάπλαση και μεταστοιχείωση ενός και του αυτού λαού, από εσωτερική περίσσια και όχι από εξάντληση