Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Επιστολή κληρικών προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος


                     8 Ο­κτω­βρί­ου 2009
                              Προς
Την Σε­πτήν Ι­ε­ραρ­χί­αν της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος 

                         Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε,
            Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ά­γι­οι Αρ­χι­ε­ρείς, 

  Τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες, και εν ό­ψει της Συ­νό­δου της Ο­λο­με­λεί­ας της Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου Ορ­θο­δό­ξων-Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κών στην Κύ­προ, ε­πι­χει­ρεί­ται α­πό το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο μί­α προ­σπά­θει­α σπι­λώ­σε­ως, συ­κο­φαν­τή­σε­ως, εκ­φο­βι­σμού και φι­μώ­σε­ως ό­λων ό­σοι ε­ξέ­φρα­σαν το τε­λευ­ταί­ο δι­ά­στη­μα την αν­τί­θε­σή τους στα σύγ­χρο­να οι­κου­με­νι­στι­κά α­νοίγ­μα­τα και την πο­ρεί­α του θε­ο­λο­γι­κού δι­α­λό­γου.

  Η προ­σπά­θει­α αυ­τή έ­χει λά­βει την ε­πί­ση­μη έκ­φρα­σή της σε δύ­ο ε­πι­στο­λές, μί­α του Πα­ναγιωτά­του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου προς τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Α­θη­νών και Πά­σης Ελ­λά­δος κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο και μί­α του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Περ­γά­μου κ. Ι­ω­άν­νου προς ό­λους τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.

  Και στις δύ­ο αυ­τές ε­πι­στο­λές πα­ρα­τη­ρούν­ται στοι­χεί­α πα­ρεμ­βα­τι­κής τα­κτι­κής και ει­σχω­ρή­σε­ως στα της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμού και ε­πι­λε­κτι­κής α­να­φο­ράς ε­νερ­γει­ών και α­πο­φά­σε­ων, κα­θώς και παν­τε­λής έλ­λει­ψη ε­πι­χει­ρη­μά­των και τε­κμη­ρι­ω­μέ­νου λό­γου.

  Α­πό το ύ­φος και το πε­ρι­ε­χό­με­νο των ε­πι­στο­λών α­πορ­ρέ­ει μί­α α­πα­ξί­ω­ση προς την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος, τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες της, τους κλη­ρι­κούς και μο­να­χούς της, τους Κα­θη­γη­τές θε­ο­λό­γους της και τον πι­στό λα­ό της. Ό­λους αυ­τούς τους μέμ­φον­ται για «ζη­λω­τι­κές τά­σεις», σχι­σμα­τι­κή δι­ά­θε­ση, έλ­λει­ψη ε­πι­γνώ­σε­ως, «ο­λι­γω­ρί­α», «α­πα­ξί­ω­ση των συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων», «εμ­πά­θει­α, φα­να­τι­σμό η μα­νί­α αυ­το­προ­βο­λής».

  Εί­ναι η γνω­στή τα­κτι­κή των α­φο­ρι­σμών και της συλ­λή­βδην κα­τα­δί­κης, που δεν α­νέ­χε­ται αν­τί­λο­γο, που α­δυ­να­τεί να δι­α­νο­η­θεί δεύ­τε­ρη ά­πο­ψη, που συν­τρί­βει ό­ποι­ον ε­πι­χει­ρεί να την εκ­φέ­ρει. Η γνω­στή τα­κτι­κή, που α­ρέ­σκε­ται σε πει­θα­ναγ­κα­σμούς, σε πο­δη­γέ­τη­ση, σε ο­λο­κλη­ρω­τι­κή ε­πι­βο­λή, σε εκ­κλη­σι­α­στι­κό ρα­γι­α­δι­σμό.

  Εί­ναι εμ­φα­νής η δι­ά­θε­ση εκ μέ­ρους των δύ­ο υ­ψη­λών α­ξι­ω­μα­τού­χων να ει­σχω­ρή­σουν σε ε­σω­τε­ρι­κές υ­πο­θέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος. Με α­νοί­κει­ους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, υ­πο­δεί­ξεις, έμ­με­σους εκ­βι­α­σμούς και α­πει­λές ε­πι­χει­ρεί­ται η πο­δη­γέ­τη­ση και η χει­ρα­γώ­γη­ση των Ι­ε­ραρ­χών και η τε­χνη­τή ε­κμαί­ευ­ση της α­πο­φά­σε­ώς τους.

  Η Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος κα­λεί­ται, με τον τρό­πο αυ­τό, ου­σι­α­στι­κά να κα­τα­δι­κά­σει τους ί­δι­ους τους Ε­πι­σκό­πους της, τους κλη­ρι­κούς της, τους μο­να­χούς της και τον πι­στό λα­ό της, που υ­πέ­γρα­ψαν και συ­νε­χί­ζουν να υ­πο­γρά­φουν την «Ο­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», α­φού, κα­τά τον Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη, «μη κα­τα­δι­κά­ζου­σα αλ­λά δε­χο­μέ­νη σι­ω­πη­ρώς.­.­.. δη­μι­ουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμόν ου­χί μό­νον εις το ποί­μνι­ον αυ­τής, αλ­λά και εις την με­τά των λοι­πών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών κοι­νω­νί­αν αυ­τής». Αν η Εκ­κλη­σί­α Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως εί­χε ποί­μνι­ο ευ­αί­σθη­το εις τα οι­κου­με­νι­στι­κά δρώ­με­να, θα αν­τι­με­τώ­πι­ζε τις ί­δι­ες α­νη­συ­χί­ες και τους ί­δι­ους κα­λούς προ­βλη­μα­τι­σμούς. Η πα­ρα­δο­σι­α­κή Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος ό­χι μό­νο δεν δη­μι­ουρ­γεί προ­βλή­μα­τα στην με­τά των λοι­πών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών κοι­νω­νί­α, αλ­λά σ αυ­τή και στις υ­γι­είς και ι­σχυ­ρές θε­ο­λο­γι­κές της δυ­νά­μεις στη­ρί­ζον­ται πάν­το­τε οι ο­μό­δο­ξοι α­δελ­φοί μας, ό­πως φά­νη­κε και α­πό την ευ­ρεί­α δι­ορ­θό­δο­ξη α­πο­δο­χή της «Ο­μο­λο­γί­ας».

  Και δι­ε­ρω­τώ­με­θα, με­τά πό­νου ψυ­χής, αν α­να­λο­γί­στη­κε πο­τέ ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης ό­χι μό­νον τον προ­βλη­μα­τι­σμό, αλ­λά την βα­θει­ά ο­δύ­νη, την α­πο­γο­ή­τευ­ση και τον έν­το­νο σκαν­δα­λι­σμό, που προ­κα­λεί ο ί­δι­ος και ο συ­σχη­μα­τι­σμός με τους αι­ρε­τι­κούς στο ορ­θό­δο­ξο ποί­μνι­ο.

  Κα­τη­γο­ρεί το κεί­με­νο της «Ο­μο­λο­γί­ας Πί­στε­ως» ό­τι δή­θεν σε αυ­τό «ε­νυ­πάρ­χει το σπέρ­μα του σχί­σμα­τος». Και δι­ε­ρω­τώ­με­θα πως με τό­ση ευ­κο­λί­α α­να­γο­ρεύ­ον­ται σε σχι­σμα­τι­κά τα αυ­το­νό­η­τα της πί­στε­ώς μας. Εί­ναι σχι­σμα­τι­κοί οι Ά­γι­οι και Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας μας, που ε­θέ­σπι­σαν και ε­δογ­μά­τι­σαν την α­λή­θει­α και την α­κρί­βει­α της α­μω­μή­του ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας; Μή­πως αυ­τό ε­πι­βε­βαι­ώ­νει πα­λαι­ό­τε­ρη α­πα­ρά­δε­κτη πα­τρι­αρ­χι­κή θέ­ση, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α «οι κλη­ρο­δο­τή­σαν­τες εις η­μάς την δι­ά­σπα­σιν προ­πά­το­ρες η­μών υ­πήρ­ξαν α­τυ­χή θύ­μα­τα του αρ­χε­κά­κου ό­φε­ως και ευ­ρί­σκον­ται ή­δη εις χεί­ρας του δι­και­ο­κρί­του Θε­ού»; (Ε­πί­σκε­ψις, 30.11.1998).

  Και στις δύ­ο ε­πι­στο­λές γί­νε­ται συ­νε­χής ε­πί­κλη­ση των πα­νορ­θο­δό­ξων α­πο­φά­σε­ων, που α­φο­ρούν στην συ­νέ­χι­ση του θε­ο­λο­γι­κού δι­α­λό­γου με τους ε­τε­ρο­δό­ξους. Οι α­πο­φά­σεις αυ­τές ου­δέ­πο­τε αμ­φι­σβη­τή­θη­καν α­πό τους α­σκούν­τες κρι­τι­κή στον οι­κου­με­νι­σμό, πα­ρό­τι, βε­βαί­ως, δεν α­πο­τε­λούν θέ­σφα­το και ού­τε υ­πε­ρι­σχύ­ουν των α­πο­φά­σε­ων των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων και της δογ­μα­τι­κής δι­δα­σκα­λί­ας και συ­νει­δή­σε­ως της Εκ­κλη­σί­ας.

  Η κρι­τι­κή η ο­ποί­α έ­χει α­σκη­θεί α­φο­ρά κυ­ρί­ως α­νοίγ­μα­τα, ε­νέρ­γει­ες και κεί­με­να, που δεν έ­χουν στη­ρι­χθεί σε πα­νορ­θό­δο­ξη α­πό­φα­ση και ου­δέ­πο­τε εγ­κρί­θη­καν συ­νο­δι­κά, αλ­λά αν­τι­θέ­τως αν­τι­με­τω­πί­σθη­καν αρ­νη­τι­κά α­πό ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς. Πρό­κει­ται για την ε­φαρ­μο­γή και την α­πο­δο­χή στην πρά­ξη της πα­ναι­ρέ­σε­ως του Οι­κου­με­νι­σμού.

  Στην ε­πι­στο­λή του προς τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι «τας με­τά των ε­τε­ρο­δό­ξων ε­πα­φάς εγ­κρί­νουν δια συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων πά­σαι αι Ορ­θό­δο­ξοι Εκ­κλη­σί­αι». 

Και τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα: 

  Ποι­ές συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου στις πα­πι­κές λει­τουρ­γί­ες στο Βα­τι­κα­νό; 

Ποι­ές συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή του αι­ρε­σι­άρ­χη Πά­πα στην ορ­θό­δο­ξη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και την αν­ταλ­λα­γή λει­τουρ­γι­κού α­σπα­σμού με τον Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη; 

Ποι­ές συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή σε συμ­προ­σευ­χές και λα­τρευ­τι­κές πρά­ξεις των ε­τε­ρο­δό­ξων; 

Ποι­ές συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών έ­κα­ναν δε­κτές α­πό ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς τις αι­ρε­τι­κές θε­ω­ρί­ες των κλά­δων, των α­δελ­φών εκ­κλη­σι­ών, των δύ­ο πνευ­μό­νων, της α­πο­δο­χής του βα­πτί­σμα­τος των ε­τε­ρο­δό­ξων; 

Ποι­ές συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών α­νε­γνώ­ρι­σαν το Βα­τι­κα­νό ως Εκ­κλη­σί­α και τον Πά­πα ως κα­νο­νι­κό ε­πί­σκο­πο, συ­νυ­πεύ­θυ­νο για την δι­α­ποί­μαν­ση των Χρι­στι­α­νών;

  Η ε­πί­μο­νη ε­πί­κλη­ση των συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων και η πε­ρι­χα­ρά­κω­ση σ' αυ­τές κα­θι­στά α­κό­μη πιο α­να­ξι­ό­πι­στη την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α των δύ­ο ε­πι­στο­λών, α­φού, ό­πως α­πο­δει­κνύ­ε­ται, πλεί­στες ό­σες ε­νέρ­γει­ές τους πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ε­ρή­μην η κα­θ' υ­πέρ­βα­ση η και αν­τί­θε­τα προς τις συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις.

  Ε­πι­ση­μαί­νου­με ε­πί­σης την γνω­στή τα­κτι­κή της δι­πλής γραμ­μής πλεύ­σε­ως. Μί­α ορ­θο­δο­ξό­τα­τη γραμ­μή στις Πα­νορ­θό­δο­ξες Δι­α­σκέ­ψεις και στις α­λε­πάλ­λη­λες πε­ρι­ο­δεί­ες α­νά τις Μη­τρο­πό­λεις της Ελ­λά­δος και το Ά­γι­ο Ό­ρος και μί­α άλ­λη, οι­κου­με­νι­στι­κή γραμ­μή στις ε­πα­φές με τους ε­τε­ρο­δό­ξους. Ό­χι το ναί ναί και το ου ου, αλ­λά άλ­λο­τε ναί και άλ­λο­τε ου.

  Οι α­πο­φά­σεις για πα­ρά­δειγ­μα της Γ΄ Πα­νορ­θο­δό­ξου Προ­συ­νο­δι­κής Δι­α­σκέ­ψε­ως (1986), που ε­πι­κα­λεί­ται ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης, έ­χουν ε­πα­νει­λημ­μέ­να πα­ρα­βι­α­στεί σε τέ­τοι­ο βαθ­μό, που να τις κα­θι­στούν κε­νό γράμ­μα.

  Α­να­φέ­ρου­με ως έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα το τε­λι­κό κεί­με­νο της Θ΄ Γε­νι­κής Συ­νε­λεύ­σε­ως του Π.Σ.Ε. στο P­o­r­to A­l­e­g­re, το ο­ποί­ο συ­νυ­πέ­γρα­ψαν και οι ορ­θό­δο­ξοι αν­τι­πρό­σω­ποι και ό­που συ­νο­μο­λο­γεί­ται ό­τι:
«Ο­μο­λο­γού­με Μί­α, Α­γί­α, Κα­θο­λι­κή και Α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α, ό­πως αυ­τή ο­ρί­ζε­ται α­πό το σύμ­βο­λο Νι­καί­ας-Κων/πο­λης (381). Κά­θε εκ­κλη­σί­α (σημ. που συμ­με­τέ­χει στο Π.Σ.Ε.) εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή και ό­χι α­πλά έ­να μέ­ρος της. Κά­θε εκ­κλη­σί­α εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, αλ­λά ό­χι στην ο­λό­τη­τά της. Κά­θε εκ­κλη­σί­α εκ­πλη­ρώ­νει την κα­θο­λι­κό­τη­τά της, ό­ταν εί­ναι σε κοι­νω­νί­α με τις άλ­λες εκ­κλη­σί­ες» (P­o­r­to A­l­e­g­re, Φε­βρου­ά­ρι­ος 2006).

  Σε ό,τι α­φο­ρά δε τον δι­με­ρή θε­ο­λο­γι­κό δι­ά­λο­γο με τους Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, στα πλαί­σι­α της Δι­ε­θνούς Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου, εί­ναι ο­φθαλ­μο­φα­νής η ε­κτρο­πή α­πό τις πα­νορ­θό­δο­ξες α­πο­φά­σεις και τις δε­σμεύ­σεις. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­τι τα Μνη­μό­νι­α των Ορ­θο­δό­ξων Προ­κα­θη­μέ­νων, τα ο­ποί­α ε­πι­λε­κτι­κά ε­πι­κα­λεί­ται ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου, θέ­τουν ως προ­ϋ­πό­θε­ση για την συ­νέ­χι­ση του δι­α­λό­γου και την αλ­λα­γή της θε­μα­το­λο­γί­ας του την προ­η­γού­με­νη ου­σι­α­στι­κή κα­τα­δί­κη της Ου­νί­ας.

  Το ζή­τη­μα, βε­βαί­ως, της Ου­νί­ας δεν συ­ζη­τή­θη­κε ού­τε στο Βε­λι­γρά­δι το 2004 ού­τε και στη Ρα­βέν­να το 2007 στις αν­τί­στοι­χες Συ­νό­δους της Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου. Στο κεί­με­νο μά­λι­στα της Ρα­βέν­νας γί­νε­ται έμ­με­σος, αλ­λά σα­φέ­στα­τος δι­α­χω­ρι­σμός του θέ­μα­τος της Ου­νί­ας α­πό το συ­ζη­τού­με­νο στην πα­ρού­σα φά­ση του δι­α­λό­γου. Α­να­φέ­ρει ε­πί λέ­ξει το κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας:
«Α­πό του έ­τους 1990 μέ­χρι το 2000 το κύ­ρι­ον θέ­μα, το ο­ποί­ον συ­νε­ζη­τή­θη υ­πό της Ε­πι­τρο­πής, ή­το αυ­τό της «Ου­νί­ας» (Κεί­με­νον του Μπε­λε­μεν­τί­ου, 1993, Βαλ­τι­μό­ρη, 2000), θέ­μα, το ο­ποί­ον θα ε­ξε­τά­σω­μεν πε­ραι­τέ­ρω εις το εγ­γύς μέλ­λον. Εν τω πα­ρόν­τι ε­πι­λαμ­βα­νό­με­θα του θέ­μα­τος, το ο­ποί­ον ε­τέ­θη εις το τέ­λος του Κει­μέ­νου του Βά­λα­μο και με­λε­τώ­μεν τα θέ­μα­τα εκ­κλη­σι­α­στι­κής κοι­νω­νί­ας, της συ­νο­δι­κό­τη­τας και της ε­ξου­σί­ας».

  Πα­ρα­λεί­που­με την α­πα­ρά­δε­κτη και προ­κλη­τι­κή α­πο­σι­ώ­πη­ση και ε­ξα­φά­νι­ση στη Ρα­βέν­να της κα­τα­δί­κης της Ου­νί­ας με α­πό­φα­ση της Ο­λο­με­λεί­ας στο F­r­e­i­s­i­ng του Μο­νά­χου το 1990, που α­πο­δει­κνύ­ει πό­σο α­να­ξι­ό­πι­στοι εί­ναι οι του Βα­τι­κα­νού στο Δι­ά­λο­γο, α­φού άλ­λες α­πο­φά­σεις δέ­χον­ται και άλ­λες α­πορ­ρί­πτουν, γρά­φον­τάς μας, κα­τά το λε­γό­με­νον, «εις τα πα­λαι­ό­τε­ρα των υ­πο­δη­μά­των τους», και πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι εί­ναι πρό­φα­ση και υ­πεκ­φυ­γή του μη­τρο­πο­λί­του Περ­γά­μου ό­τι θα συ­ζη­τη­θεί προ­σε­χώς το θέ­μα της Ου­νί­ας εις τα πλαί­σι­α της συ­ζη­τή­σε­ως του θέ­μα­τος πε­ρί του πρω­τεί­ου του Πά­πα. Το θέ­μα της Ου­νί­ας έ­πρε­πε να εί­χε κλεί­σει με την α­πό­φα­ση του F­r­e­i­s­i­ng του Μο­νά­χου, ό­που Ορ­θό­δο­ξοι και Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί υ­πέ­γρα­ψαν την κα­τα­δί­κη της Ου­νί­ας. Πρέ­πει να αι­σχύ­νον­ται και ό­χι να προ­κα­λούν αυ­τοί που τα­πεί­νω­σαν την Ορ­θο­δο­ξί­α στο B­a­l­a­m­a­nd του Λι­βά­νου (1993), ό­που με α­που­σί­α έ­ξι αυ­το­κε­φά­λων εκ­κλη­σι­ών (Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, Σερ­βί­α, Βουλ­γα­ρί­α, Γε­ωρ­γί­α, Ελ­λάς, Τσε­χοσ­λο­βα­κί­α) συρ­θή­κα­με σε και­νούρ­γι­α πε­ριτ­τή συ­ζή­τη­ση για την Ου­νί­α, με την ο­ποί­α τη α­παι­τή­σει του Βα­τι­κα­νού α­κυ­ρώ­σα­με την α­πό­φα­ση του Μο­νά­χου (1990), α­θω­ώ­σα­με την Ου­νί­α και το χει­ρό­τε­ρο προ­βή­κα­με σε σο­βα­ρές πα­ρα­χω­ρή­σεις σε θέ­μα­τα πί­στε­ως· ε­ξι­σώ­σα­με ε­κεί εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά την Ορ­θό­δο­ξη και την Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή «Εκ­κλη­σί­α», αρ­νη­θέν­τες ό­τι η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α εί­ναι η Μί­α, Α­γί­α, Κα­θο­λι­κή και Α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α. Και μό­νο αυ­τό έ­πρε­πε να φράτ­τει το στό­μα και να συγ­κρα­τεί την γρα­φί­δα ό­σων τολ­μούν να ο­μι­λούν για σε­βα­σμό των συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων, τις ο­ποί­ες κα­τε­ξευ­τέ­λι­σαν. Ε­ξα­κο­λου­θού­με μά­λι­στα να δε­χό­μα­στε την Ου­νί­α ως συ­νο­μι­λη­τή μας στο Δι­ά­λο­γο.

  Σε ό,­τι α­φο­ρά δε συ­νο­λι­κά το κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας, το ο­ποί­ο έ­χει δε­χθεί ο­ξύ­τα­τες κρι­τι­κές α­πό ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς, δι­ό­τι εκ­χω­ρεί την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α στους αι­ρε­τι­κούς, δεν έ­χει υ­πάρ­ξει μέ­χρι σή­με­ρα καμ­μί­α α­πο­λύ­τως συ­ζή­τη­ση, ε­νη­μέ­ρω­ση, α­πό­φα­ση η έγ­κρι­ση σε Συ­νο­δι­κό ε­πί­πε­δο α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος.

  Σε ποι­ές Πα­νορ­θό­δο­ξες α­πο­φά­σεις α­να­φέ­ρον­ται οι δύ­ο α­ξι­ω­μα­τού­χοι, ό­ταν δεν υ­πάρ­χουν καν Συ­νο­δι­κές εγ­κρί­σεις της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος για τα 10 κεί­με­να των Συ­νε­λεύ­σε­ων της Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής που προ­η­γή­θη­καν;

  Πως θα προ­σέλ­θει ο Συ­νο­δι­κός α­πε­σταλ­μέ­νος της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος να συμ­με­τά­σχει στην δι­α­πραγ­μά­τευ­ση του νέ­ου κει­μέ­νου της Ε­πι­τρο­πής, ό­ταν δεν έ­χει εγ­κρι­θεί Συ­νο­δι­κά το προ­η­γού­με­νο, το ο­ποί­ο μά­λι­στα α­πο­τε­λεί και την βά­ση του ε­πι­κεί­με­νου δι­α­λό­γου;

  Ποια α­ξι­ο­πι­στί­α μπο­ρεί να έ­χει έ­νας τέ­τοι­ος δι­ά­λο­γος (υ­πό την συμ­προ­ε­δρί­α του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Περ­γά­μου), ό­ταν α­δι­α­φο­ρεί για την Συ­νο­δι­κή έγ­κρι­ση των πο­ρι­σμά­των του εκ μέ­ρους των Το­πι­κών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών που με­τέ­χουν σ' αυ­τόν;

  Γι­α­τί δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται για την «Ο­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», η ο­ποί­α α­πο­τε­λεί συ­νο­δι­κή συμ­με­το­χή του πλη­ρώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας, την ο­ποί­α έ­πρε­πε να ε­πι­δι­ώ­κουν και ό­χι να α­φο­ρί­ζουν; Αυ­τό δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α αλ­λά πα­πι­κή ι­ε­ρο­κρα­τί­α.

  Αυ­τήν την ι­ε­ρο­κρα­τι­κή «αυ­θεν­τί­α και το κύ­ρος των Συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων» υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ο Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου κι αυ­τό εί­ναι το «εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κόν δι­α­κύ­βευ­μα» για το ο­ποί­ο α­γω­νι­ά;

  Το ε­ρώ­τη­μα, το ο­ποί­ο μας συ­νέ­χει, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά α­μεί­λι­κτο. Ό­χι, ό­μως, ό­πως το δι­α­στρέ­φει κα­τα­κλεί­ον­τας την ε­πι­στο­λή του ο Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου, δι­ε­ρω­τώ­με­νος αν «υ­φί­σταν­ται Ορ­θο­δο­ξί­α και δόγ­μα­τα πί­στε­ως ά­νευ συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων», αλ­λά ό­πως ι­σχύ­ει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· αν, δη­λα­δή, υ­φί­σταν­ται συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις ά­νευ της Ορ­θο­δο­ξί­ας και των δογ­μά­των πί­στε­ως.

  Αυ­τό εί­ναι το α­λη­θι­νό δι­α­κύ­βευ­μα· η δι­α­φύ­λα­ξη της α­λη­θεί­ας και της α­κρι­βεί­ας της α­μω­μή­του ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας, εκ­φρα­ζο­μέ­νης Συ­νο­δι­κώς υ­πό της Α­γι­ω­τά­της Εκ­κλη­σί­ας μας στα πλαί­σι­α της α­πρό­σκο­πτης λει­τουρ­γί­ας Της ως Αυ­το­κε­φά­λου Το­πι­κής Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας.

  Αυ­τό το δι­α­κύ­βευ­μα δεν θα παύ­σου­με, χά­ρι­τι Θε­ού, να υ­πε­ρα­σπι­ζό­μα­στε και να δι­α­φυ­λάτ­του­με α­νε­πη­ρέ­α­στοι και ά­καμ­πτοι μπρο­στά σε εκ­φο­βι­σμούς, α­πει­λές και εκ­βι­α­σμούς. Ο προ­βλη­μα­τι­σμός των δύ­ο υ­ψη­λών ε­πι­στο­λο­γρά­φων εί­ναι α­θε­με­λί­ω­τος. Η ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α προ­σβάλ­λε­ται α­πό ι­ε­ρο­κρα­τι­κές τά­σεις που α­γνο­ούν το πλή­ρω­μα της Εκ­κλη­σί­ας, α­πό πε­ρι­φρό­νη­ση της ι­ε­ρο­κα­νο­νι­κής και Πα­τε­ρι­κής Πα­ρα­δό­σε­ως, ό­πως αυ­τή ο­ρι­ο­θε­τή­θη­κε στις Οι­κου­με­νι­κές και Το­πι­κές Συ­νό­δους για την στά­ση μας έ­ναν­τι των αι­ρε­τι­κών, αλ­λά και α­πό την ε­σχά­τως ε­νι­σχυ­μέ­νη υ­πε­ρό­ρι­α α­νά­μει­ξη σε θέ­μα­τα της αυ­το­κε­φά­λου Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.

  Με εμ­πι­στο­σύ­νη στην Σε­πτή Ι­ε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας πα­ρα­κα­λού­με υι­ι­κώς τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο και τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Ποι­με­νάρ­χες μας να α­πο­φαν­θούν και να το­πο­θε­τη­θούν Συ­νο­δι­κώς, με τον φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, και να α­να­παύ­σουν το εν Χρι­στώ ποί­μνι­ό τους, που α­γω­νι­ά α­πλη­ρο­φό­ρη­το, α­να­μέ­νον­τας την φω­νή της Μη­τέ­ρας Εκ­κλη­σί­ας του. 

             Με­τά βα­θυ­τά­του σε­βα­σμού,

    Για την Σύ­να­ξη Κλη­ρι­κών και Μο­να­χών 

Αρ­χιμ. Μάρ­κος Μα­νώ­λης, Πνευ­μ. Προ­ϊ­στά­με­νος «Πα­νελ­λη­νί­ου Ορ­θο­δό­ξου Ε­νώ­σε­ως»
Αρ­χιμ. Χρυ­σό­στο­μος Πή­χος, Κα­θη­γού­με­νος Ι. M. Λογ­γο­βάρ­δας
Αρ­χιμ. Α­θα­νά­σι­ος Α­να­στα­σί­ου, Κα­θη­γού­με­νος Ι. M. Μεγ. Με­τε­ώ­ρου
Αρ­χιμ. Μά­ξι­μος Κα­ρα­βάς, Κα­θη­γού­με­νος Ι. M. Αγ. Πα­ρα­σκευ­ής Μη­λο­χω­ρί­ου Πτο­λε­μα­ΐ­δος
Αρ­χιμ. Θε­ό­κλη­τος Μπόλ­κας, Κα­θη­γού­με­νος Ι. Η­συχ. Α­γ. Αρ­σε­νί­ου, Χαλ­κι­δι­κή
Αρ­χιμ. Γρη­γό­ρι­ος Χατ­ζη­νι­κο­λά­ου, Κα­θη­γού­με­νος Ι. M. Αγ. Τρι­ά­δος Ά­νω Γατ­ζέ­ας Βό­λου
Αρ­χιμ. Σα­ράν­της Σα­ράν­τος, Ε­φη­μέ­ρι­ος Ι. N. Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Α­μα­ρου­σί­ου Ατ­τι­κής
Πρω­το­πρ. Γε­ώρ­γι­ος Με­ταλ­λη­νός, Ο­μότ. Κα­θη­γη­τής Θε­ολ. Σχο­λής Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών
Πρω­το­πρ. Θε­ό­δω­ρος Ζή­σης, Ο­μότ. Κα­θη­γη­τής Θε­ολ. Σχο­λής Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης
Γέ­ρων Ι­ε­ρο­μό­να­χος Ευ­στρά­τι­ος Λαυ­ρι­ώ­της
Πρε­σβύ­τε­ρος Α­να­στά­σι­ος Γκοτ­σό­που­λος, Ε­φη­μέ­ρι­ος Ι. Ν. Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου Πα­τρών 


                 Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτωρος           

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Κατά του Οικουμενισμού


                       Απρίλιος 2009 

         ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ 



Με βάση τα λεχθέντα συνοπτικά, ομολογούμε και διακηρύσσουμε τά εξής: 


· 1. Η μοναδική οδός αληθινής θεογνωσίας και σωτηρίας είναι η πίστη στην Αγία Τριάδα, στο σωτηριώδες έργο του ενανθρωπήσαντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και στην ιδρυθείσα από Αυτόν Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. 

· 2. Φυλάσσουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα όσα οι Απόστολοι εδίδαξαν και οι Πατέρες όρισαν και εθέσπισαν. Αποδεχόμαστε όσα αποδέχονται και καταδικάζουμε όσα κατεδίκασαν. 

· 3. Από τις αρχαίες αιρέσεις, που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό των Κοπτών, Συροϊακωβιτών και Αρμενίων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ' έν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (451) και την διδασκαλία μεγάλων Αγίων Πατέρων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, του Μ. Φωτίου, ως και των ύμνων της λατρείας. 

· 4. Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι όχι μόνο αίρεση αλλά μήτρα αιρέσεων και πλανών. Σύνολος ο χορός των Πατέρων σε συνόδους, όπως η θεωρούμενη Η' Οικουμενική επί Μ. Φωτίου (879) και άλλες νεώτερες, αλλά και στα συγγράμματα τους καταδικάζουν τον Παπισμό ως αίρεση, διότι εκτός της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque) παρήγαγε μέγα πλήθος πλανών, παλαιοτέρων και νεωτέρων. 

· 5. Τα ίδια ισχύουν, σε μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε όμως και πολλές δικές του. 

· 6. Η νέα παναίρεση του 20ου αιώνος, ο Οικουμενισμός, προτεσταντικής κατ' αρχήν προελεύσεως, τώρα δε και παπικής ώς και «ορθοδόξου» αποδοχής είναι η χειρότερη αίρεση όλων των αιώνων. 
Στην διαχριστιανική του διάσταση προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, διότι δέχεται ότι και οι αιρέσεις είναι εκκλησίες, νομιμοποιεί δηλαδή εκκλησιαστικά τις αιρέσεις. Καμμία εκκλησία κατά τους Οικουμενιστάς δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι μέρος της Εκκλησίας, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί συναποτελούν την Εκκλησία. Το βάπτισμα σε οποιαδήποτε «εκκλησία» αναγνωρίζεται ώς έγκυρο. Η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», αυτή καθ' εαυτή, ως πράξη, σημαίνει απόρριψη της εκκλησιολογικής της αυτοσυνειδησίας, ως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και υιοθέτηση αυτής της νέας εκκλησιολογίας του Οικουμενισμού. 
Στην διαθρησκειακή του διάσταση ο Οικουμενισμός θεωρεί ότι και οι θρησκείες του κόσμου αποτελούν οδούς σωτηρίας. Ο άνθρωπος σώζεται όχι μόνον έν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία, αλλά και έκτος αυτής. Προσβάλλεται επομένως το θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως του Θεού εν τω προσώπω 'Ιησού Χριστού και της δια του έργου Αυτού μοναδικής δυνατότητος σωτηρίας. 

· 7. Όσοι εκ των Ορθοδόξων, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, δέχονται και κηρύσσουν την παναίρεση του Οικουμενισμού «γυμνή τή κεφαλή» θέτουν ουσιαστικώς εαυτούς εκτός της Εκκλησίας. Οι ανωτέρω έχουν μεγάλη ευθύνη, διότι 

α) αμφισβητούν έμπρακτα την ορθοδοξοπατερική μας Παράδοση και Πίστη· 

β) σπέρνουν την αμφιβολία στιςκαρδιές του ποιμνίου και κλονίζουν πολλούς, οδηγώνταςτους σε διαιρέσεις και σχίσματα· 

γ) παρασύρουν μέρος τουποιμνίου στην πλάνη και μέσω αυτής στον πνευματικό όλεθρο. Διακηρύσσουμε λοιπόν ότι για τους λόγους αυτούςοι κινούμενοι σ'αυτήν την οικουμενιστική ανευθυνότητα,όποια θέση καί αν κατέχουν στον εκκλησιαστικό οργανισμό, αντιτάσσονται στην Παράδοση των Αγίων μας και συνεπώς βρίσκονται σε αντίθεση μαζί τους. Γι' αυτό η στάση τους πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται από το σύνολο των Ιεραρχών και τον πιστό λαό. Όσοι συμπράττουν ή συμφωνούν είναι και αυτοί καταδικαστέοι. 

· 8. Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον έν Χριστώ υπάρχει η δυνατότης της σωτηρίας. Οι θρησκείες και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθινή Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αυτή διεφύλαξε πιστά, χωρίς καινοτομίες, των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα. Μόνον εντός αυτής ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.Στις αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και του Οικουμενισμού δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα. Όλα είναι αχαρίτωτα· χωρίς την χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν έχουν ούτε Ιερωσύνη, ούτε Βάπτισμα, ούτε άλλα μυστήρια. 

· 9. Ή Εκκλησία είναι αυστηρή στη ρύθμιση των σχέσεων με τους αιρετικούς από αγάπη και για θεραπευτικούς λόγους· εν πρώτοις για να συνειδητοποιήσουν την πλάνη και να ιαθούν, αλλά και για να μη νοσήσουν τα υγιή μέλη της. Έφ' όσον εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ' αυτών πνευματική κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους. 

· 10.Είναι λάθος να γίνεται λόγος για ένωση των εκκλησιών. Η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετη. Οι αιρετικοί πρέπει να ενωθούν με τήν Εκκλησία, αποκηρύσσοντες την πλάνη. Δεν νοείται αληθινή ένωση, ενώ υπάρχει η πλάνη. Η κανονική ακρίβεια απαιτεί την αποδοχή των αιρετικών διά Βαπτίσματος, διότι το προηγούμενο «βάπτισμα», χωρίς την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, το όποιο ενεργεί εντός της Εκκλησίας, όταν ο τελετουργός έχει κανονική Ιερωσύνη και το μυστήριο τελείται ορθώς, δεν είναι βάπτισμα· είναι ανύπαρκτο και ανυπόστατο. 

· 11. Όταν κινδυνεύει η πίστη με την υποστήριξη παλαιών ή νέων αιρέσεων, τις όποιες υποψιθυρίζει ο Διάβολος, για να αποκόψει τους πιστούς από την Εκκλησία, τότε όλοι οι πιστοί οφείλουν να ομολογούν και να διακηρύσσουν την αλήθεια των δογμάτων, ιδιαίτερα όμως οι ποιμένες, που οφείλουν να εκδιώκουν τους λύκους από την αυλή των προβάτων, και οι μοναχοί, οι όποιοι, με την δικαιολογημένη ευαισθησία τους σε θέματα πίστεως, αναδείχθηκαν σε στύλους και προμάχους της Ορθοδοξίας. 

           Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών          

ΙΜΙΑ : Zώσα προσωπική βιωματική μαρτυρία περί του «θερμού επεισοδίου» στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996


"Μου ζητήθηκε να εκφράσω τα προσωπικά βιώματα, τη ψυχική φόρτιση και τη συναισθηματική έκρηξη, «το κροτάλισμα της καρδιάς των Ελλήνων ανδρών του Π.Ν.» που έζησα εμπλεκόμενος ή μάλλον μαχόμενος κατά την διάρκεια του «θερμού επεισοδίου»· ως Έλληνας Μάχιμος Αξιωματικός του Π.Ν. στο νεοαποκτηθέν Α/Γ ΣΑΜΟΣ και ταυτόχρονα υπερασπιστής της Πατρίδος μας και της Σημαίας μας στα Ιμια το 1996. Δημοσιεύματα υπήρξανε πάρα πολλά με αναφορά και ενδελεχή ανάλυση στις τακτικές και στα σχέδια, αλλά και στις πολιτικές ευθύνες και στις προεκτάσεις, στα παρασκηνιακά πολιτικά «παιχνίδια» και στο ρόλο που παίξανε οι «σύμμαχοί μας». 
Πέραν αυτού όμως υπήρξε ελάχιστη η αναφορά στο ηθικό φρόνιμα των ανδρών που λάβανε μέρος, στην ψυχική δοκιμασία, στην εναλλαγή συναισθημάτων που κυριάρχησε και τούτο αποτελεί παράλειψη αναφοράς, μπορεί και αδικία για όλους τους Έλληνες, που ζήσανε έστω και με την σκέψη τους και την προσευχή τους την αγωνία, για την έκβαση, για την ντροπή και τον αποτροπιασμό, για την προδοσία και τον φόρο τιμής των Εθνομαρτύρων πεσόντων χειριστών του Ε/Π Π.Ν. 21. Αυτή η βιωματική αγωνία με την ένταση, τη σκέψη και την προσευχή, μάς έκανε κοινωνούς ...της παλαιάς λεβέντικης Ελλάδας, των Γιγάντων Εθνομαρτύρων μας, που θυσιάστηκαν για τα «Ιερά και τα Όσιά μας» για την Ελευθερία και το ξέπλυμα της ντροπής και της σκλαβιάς, για την νίκη του θανάτου και την Ανάσταση.
Πολλά θαυμαστά γεγονότα λάβανε χώρα τις ημέρες εκείνες, απίστευτα για τα μάτια τα δικά μας, αλλά ακόμη περισσότερο απίστευτα και για τα αυτιά εκείνων που ζητήσανε αργότερα να μοιραστούν τις εμπειρίες μας, τις εντυπώσεις μας, τις αγωνίες μας. Άξιον Θαυμασμού αποτελεί σήμερα στις μέρες μας να βλέπουμε στιγμές μεγάλης λεβεντιάς, ζηλευτής ρωμιοσύνης και παλικαριάς, τέτοιες που ούτε στα πιό αισιόδοξα όνειρα των αγαπόντων την Πατρίδα ονειροπόλων Ελλήνων, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν· εκείνων που απογοητεύονται για την «κατάντια του νεοέλλ!ηνα της καφετέριας και της τεμπελιάς». 

Άξιον θαυμασμού και συγκινήσεως βλέποντας το βράδυ εκείνο της έντασης, τα φορτηγά του Ν.Σ., ολονύκτια να πηγαινοέρχονται στο Ναύσταθμο με βοή και ταχύτητα, χωρίς φρένα η και χωρίς φώτα, γεμάτα πυρομαχικά η και καύσιμα από τους ναύτες του Ν.Σ. -που άλλοτε τεμπελιάζανε και άλλοτε κοιμόντουσαν στις βάρδιες η και την κοπανούσανε ακόμη,- με σβελτάδα, επιδεξιότητα και άκαμπτο φρόνημα κούρασης ψυχής και σώματος. Διαταχθήκανε να μεταφέρουν ολονύκτια πυρομαχικά, υλικά και καύσιμα για την ανάληψη πλήρης επιχειρησιακής ετοιμότητας απόπλου της φρεγάτας ΑΙΓΑΙΟΝ που διέκόψε τις εργασίες επισκευής ΠΕΑΚ για να αποπλεύσει στις 0300 την 31 ΙΑΝ 1996, «ανοίγοντας» τα σχέδια επιχειρήσεων που είχαν διαταχθεί και να ενσωματωθεί στή θέση «ακροβολισμού». Άξιον Θαυμασμού αποτελεί το γεγονός ότι παρά την απειλή του πολέμου οι άνδρες Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, και στρατευμένοι, κατόπιν πολεμικής ανακλήσεως επιστρέφανε στα πλοία του στόλου, όσο γρηγορότερα μπορούσαν, με οποιοδήποτε μέσον, άλλοι δακρυσμένοι και άλλοι χαρούμενοι, προφέροντας στα χείλη τους και στην καρδιά τους το «πόλεμος, πόλεμος, θα τους τσακίσουμε…» και βέβαια όχι από μίσος ούτε από εκδικητικότητα, αλλά από αγανάκτηση και ενθουσιασμό, από περηφάνια και λεβεντιά, γιατί ο Έλληνας δεν θέλει να αδικεί, αλλά δεν επιτρέπει και την αδικία, ούτε για σπιθαμή γής αλλά ούτε και για απομακρυσμένο άγονο κατσάβραχο της θάλασσας. Το θαυμαστό είναι ότι κανείς δεν απουσίασε, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, κανείς δεν δείλιασε, αλλά πληροφορήθηκα ακόμη ότι και κάποιοι που είχανε αναρρωτική άδεια για διάφορες ελαφρές ασθένειες, δώσανε το πολεμικό παρόν στο πολεμικό σάλπισμα, και προκαλέσανε τον θαυμασμό και τη ρίγη συγκινήσεως των ανωτέρων τους. Άλλοι πάλι διακόψανε από μόνοι τους τις κανονικές άδειές τους και επιστρέφανε στην υπηρεσία τους από τον τόπο των διακοπών τους, πρίν ακόμη φτάσει η διαταγή της ανάκλησής τους. Τούτη η πύρωση της καρδιάς και η ανάφλεξη της λεβεντιάς, δεν οφείλονταν σε έκρηξη παρορμιτισμού η και άγονου επιφανειακού ενθουσιασμού, αλλά στην χρόνια θρασύδειλη τακτική παραβιάσεων και ενοχλήσεων των Τούρκων στο Αιγαίο, είτε με σκάφη θαλασσίων ερευνών, είτε με ακταιωρούς, είτε με τους θρασύδειλους ψαράδες τους, αλλά και με τα μαχητικά τους ακόμη τα οποία τα ζούσαμε χρόνια «στο πετσί μας», με αγανάκτηση και αποστροφή και δεν τα ανεχόμαστε, διότι για μας είναι υποχώρηση και παράδοση Εθνικών δικαιωμάτων και ιδανικών στους Τούρκους· και πάντοτε αναρωτιόμασταν πότε θα έρθει η ώρα, να τους δείξουμε ότι είμαστε άξιοι απόγονοι των εθνομαρτύρων πατέρων μας του Μιαούλη, του Κουντουριώτη, του Κανάρη και όλων των αγνώστων αφανών Ελλήνων ηρώων μας. Διότι θαυμαστή παράδοση ανδρείας και λεβεντιάς κουβαλάμε και δεν είναι τυχαίο γεγονός που κάθε πολεμικό πλοίο, φέρει όνομα λαμπρής ιστορίας, νίκης, θυσίας, πατριωτισμού και ηρωισμού, και τούτο αποτελεί ξεχείλισμα ιστορίας ξεχείλισμα ανδρείας, υπέρβαση λεβεντιάς διότι πάντοτε οι «μια φούχτα Έλληνες» με την Πίστη τους σε Αληθινό Θεό κάνανε το θαύμα, το απίστευτο, το αναπάντεχο, θαύμα μόνο για εκείνους βέβαια που είναι ορθολογιστές και μετράνε τις αξίες και τις δυνάμεις με τα νούμερα και τους εξοπλισμούς και όχι με την παλικαριά το ανδρείο φρόνημα και την ελεύθερη ψυχή που αψηφά, περι! γελά αλλά και κοροϊδεύει και τον ίδιο το θάνατο.
Μετά τον απόπλου των πλοίων και την έξοδό τους από την Ψυτάλλεια, ο Εθνικός μας Ύμνος ηχούσε από τα μεγάφωνα, όπου τον υποδεχόμασταν με ρίγη συγκινήσεως και δάκρυα χαράς και με χαμόγελο στα πρόσωπά μας, αλλά και κάποιοι με σιγανή φωνή και μεγάλη κατάνυξη ψάλανε το «Υπερμάχω Στρατηγό τα νικητήρια…» προς την Προστάτιδα Παναγία μας, που πάντοτε υπερασπιζόταν την Ελλάδα μας. Μετά αυτού πολεμικός συναγερμός στα μεγάφωνα και όλοι στις θέσεις τους με εγρήγορση, με συγκίνηση, με καρδιοχτύπι αλλά και νηφαλιότητα και καθαρό μυαλό, χαμογελαστοί και λεβέντες, επεξεργαζόμασταν όλες τις πληροφορίες και τις εξελίξεις όλες τις υποκλοπές και το εξελισσόμενο σχέδιο δράσης. Το πολεμικό σήμα που «πέρασε» από την Κ-11 του Γ.Ε.Ν. με την ευχή του ΑΓΕΝ και την προσδοκία να φανούμε αντάξιοι της ένδοξης ιστορίας του Π.Ν. καθώς και την ευχή για την Βοήθεια του Θεού στις εξελισσόμενες επιχειρήσεις, μάς έφερε δάκρυα, τρέμουλο στα πόδια, ρίγος πατριωτισμού, λεβεντιά, Χάρη Θεού, αλλά και αγανάκτηση και αποστροφή για το Τούρκικο θράσος. Ήμασταν πλέον σίγουροι ότι πάμε για πόλεμο, γνωρίζαμε ότι γράφαμε ιστορία, αλλά το ηθικό των ανδρών γινόταν ακόμη πιο υψηλό και ακόμη πιό άκαμπτο. Τούτες οι στιγμές ήτανε φοβερές και θαυμαστές διότι ώρες ολόκληρες παραμέναμε πανφυλακή στις θέσεις συναγερμού, ακούραστα χωρίς διόλου ραθυμία και τεμπελιά. Αλλά και οι τεμπέληδες οι ναύτες και οι «κοπανατζήδες του καφέ και του τσιγάρου», οι μέχρι πρότινος αδιάφοροι για τα πολεμικά συστήματα και τις τακτικές πολέμου, παρέδωσαν όλον τον εαυτόν τους ως «θυσία ευάρεστη» ενώπιον Θεού και Έθνους στο πολεμικό κάλεσμα της Πατρίδας μας και με συνοπτικές διαδικασίες ενημερώνονταν στα οποιοδήποτε πόστα τους, είτε πύργο πυροβόλων, είτε Κέντρο Παρακολούθησης Μάχης, είτε Οπτήρες στη Γέφυρα, είτε Μηχανικοί στα Μηχανοστάσια, αλλά και στο Μαγειρείο ακόμη η βάρδια και η προσφορά γινόταν με σβελτάδα, με παλικαριά, με μεγάλη κατάνυξη και Ύμνους προς την Παναγία μας και την Ελλάδα μας. Η γεμάτη ρίγη, ζωηρή, κοφτή, παλικαρίσια αναφορά των στόχων, πρόδιδε τα σκιρτήματα της καρδιάς τους, πρόδιδε την θέλησή τους να βοηθήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν το έργο του πλοίου. Το άξιον θαυμασμού, που μέχρι το επόμενο πρωί, όσα τα πληρώματα σε θέσεις πολεμικού συναγερμού, ήταν με ξηρά τροφή και ακούραστα, παρά την ολονύκτια αγρυπνία και αν για οποιονδήποτε υπήρχε λόγος να «κατέβει για λίγο από το πόστο του για λόγους ανθρώπινης φύσεως», η επαναφορά του ήτανε αστραπιαία και αποφασιστική. Παγερές οι νύχτες εκείνες του χειμώνα, αλλά δεν μας άγγιξε το κρύο, ούτε η αϋπνία, ούτε η πείνα, ούτε η απουσία από τα σπίτια μας, ούτε οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες· παρά μόνο η προδοσία για την υποστολή της σημαίας μας στα Ίμια, η προδοσία για την «λάθος τακτική των Ο.Υ.Κ.» η προδοσία για την παράδοση δικαιωμάτων στους Τούρκους, η προδοσία για τίς αμφισβητούμενες πλέον «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και στις βραχονησίδες· που μπορεί να είναι ακατοίκητες, αλλά όχι αχώριστες από την λαμπρή ιστορία μας, διότι χύθηκε πολύ δάκρυ και πολύ αίμα από τους αδελφούς μας και πατέρες μας Εθνομάρτυρες, για να είναι σήμερα Ελληνικά και Ελεύθερα.

Πληροφορούμασταν από τα τακτικά δίκτυα επικοινωνιών την τακτική κατάσταση και διαπιστώναμε ότι είχαμε το τακτικό πλεονέκτημα αιφνιδιασμού στο Αιγαίο, αφού η βόρεια ομάδα κρούσεως είχε στοχοποιήση την βόρεια ομάδα των Τούρκικων Α/Τ που κινούνταν προς τα Νότια. Μάταια περιμέναμε να δοθεί εντολή από το δίκτυο για βολή των βλημάτων και καταστροφή της βόρειας ομάδας. Εμείς ως ομάδα Α/Γ κινηθήκαμε νότια Ύδρας και περιμέναμε διαταγή για πλεύση, σύμφωνα με το σχέδιο «Ε», για επιβίβαση και μεταφορά πεζοναυτών, σε περιοχή για ανακατάληψη ΝήσοÏ! … από τις Τούρκικες δυνάμεις. Η νότια ομάδα κρούσεως κινήθηκε προς τα Ιμια όπου είχε ανακτήσει πλήρη τακτική εικόνα και πλήρη στοχοποίηση και μετά αυτού, έτοιμοι για βολή βλήματος. Κάποια μικρότερα σκάφη, πυραυλάκατες, κανονιοφόροι, περιπολικά, είχανε αναπτύξει περιπολία γύρω από τα Ιμια επειδή υπήρχε η πληροφορία για πιθανή απόβαση Τούρκων κομάντο στις βραχονησίδες. Μέσα στο κρύο και στη νύχτα, ώρες ατέλειωτες, αγήματα οπλισμένα ναυτών και υπαξιωματικών, παραμένανε με τα παγωμένα G3 και με το χέρι στην σκανδάλη στα ρέλια των πλοίων για οπουδήποτε απαιτηθεί να ρίξουν.
Κάποια στιγμή μέσα στην προχωρημένη νύχτα, και ενώ εκτελούσα καθήκοντα Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας, ο Κυβερνήτης του πλοίου, με πλησίασε ιδιαιτέρως και με σπασμένη, ραγισμένη φωνή, μπορεί και με δάκρυα, -δεν είδα λόγω απουσίας φωτισμού,- μού είπε· «Μαρίνο..…μας πήραν το νησί.....», και χάθηκε από μπροστά μου γρήγορα, βγαίνοντας στην δεξιά βαρδιόλα… προφανώς να μείνει μόνος. Αστραπιαία κρύος ιδρώτας με έλουσε και με διαπέρασε ρίγος σε όλο μου το σώμα, ταυτόχρονα ένα βουβό κλάμα με αναφιλητά, με ανάγκασε να τραβηχτώ προς τα πίσω, στη σκοτεινή γέφυρα του πλοίου για να μην με δούνε, να μην με καταλάβουν. Κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου και έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, γοερά και με αναφιλητά. Τα πόδια μου τρεμάμενα, οχι από φόβο αλλά από το πνίξιμο της αγανάκτησης, της αδικίας της κατάντιας και της ντροπής, πώς μέσα από τα χέρια μας, πήραν το νησί... Δεν το είπα σε κανέναν φοβούμενος την «πτώση» του υψηλού ηθικού. Μαθεύτηκε όμως λίγο αργότερα…
Δεν θυμάμαι μετά πόση ώρα με ενημερώσανε για την πτώση του Ε/Π Π.Ν.21 άλλοι λέγανε ότι μας το ρίξανε, άλλοι ατύχημα, όλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από την ακρόαση των δικτύων την κατάσταση που επικρατούσε και τις πιθανές εκδοχές. Αισθανόμασταν την ευθύνη και την αγωνία όλων των Ελλήνων στο «πετσί μας», αισθανόμασταν την αγωνία, το καρδιοχτύπι, τα δάκρυα αλλά και το πείσμα και την απογοήτευση· και οι σκέψεις δεν αφήνανε περιθώρια ούτε για χαλάρωση ούτε για ψυχική ξεκούραση.
Κάποια στιγμή κοντά στις πρώτες πρωινές ώρες, δόθηκε απομάκρυνση όλων των αγημάτων από τις βραχονησίδες με την ταυτόχρονη διαταγή για υποστολή της Ένδοξης Ελληνικής Σημαίας από την Ελληνική Βραχονησίδα .Ήταν τόσο απίστευτο το άκουσμα στο δίκτυο, που οι τακτικοί διοικητές και κυβερνήτες πλοίων ζητούσαν ξανά την επιβεβαίωση και την αξιοπιστία της πηγής και της διαταγής από το δίκτυο. Μείναμε άφωνοι, μείναμε εκστατικοί, σαστισμένοι, παγωμένοι, απορημένοι, προδομένοι, ντροπιασμένοι, απίστευτη η εξέλιξη, απίστευτη υποχώρηση και αμφισβήτ! ηση των Ελληνικών αιματοβαμμένων βραχονησίδων. Μονομιάς σκύψαμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και άκρα σιωπή ξεκίνησε από το φωνητικά δίκτυα και απλώθηκε στις γέφυρες των πλοίων, στα Κ.Π.Μ., στα Καρρέ Αξιωματικών, Υπαξιωματικών, στην τραπεζαρία Πληρώματος. Δεν μας άγγιξε η κούραση της αϋπνίας και μας «τσάκισε» μονομιάς η προδοσία της παράδοσης Ελληνικής γης στους Τούρκους. Δεν μας άγγιξε το ότι πηγαίναμε για πόλεμο, και μας «γκρέμισε» η προδοσία από τους «ηγέτες» μας. Δεν μας άγγιξε η παγωνιά της νύχτας και η υπερένταση και μας «ισοπέδωσε» μονομιάς η προδοσία της υποστολής της Ένδοξης Ελληνικής Σημαίας. Αστραπιαία, ασήκωτο βάρος πλάκωσε τις ψυχές μας, τις καρδιές, τις συνειδήσεις μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά και έντονα το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας· ήτανε έντονα γκρίζο, βαθύ νεφελώδες, χωρίς ήλιο, η θλίψη απλωνότανε παντού στη φύση, στα δέντρα στα πουλιά. Όλοι οι άνδρες του Π.Ν. ήμασταν σκυθρωποί, αμίλητοι, μελαγχολικοί, ντροπιασμένοι, ήτανε μία Μεγάλη Παρασκευή του Έθνους και της Ιστορίας μας. Ήμασταν σταυρωμένοι και εγκλωβισμένοι στην προδοσία. Δεν σκεφτόμασταν ποίοι φταίνε, ποι! οι μας «πουλήσανε», παρά μόνο την ντροπή και την αγανάκτηση. Καμαρώναμε στο παρελθόν ότι το Π.Ν. δεν είχε ποτέ υποστείλει την Ένδοξη Σημαία του, αλλά το πράξαμε τότε. Αισθανόμασταν ότι προδώσαμε την Ελλάδα, το Έθνος μας τους Ήρωες εθνομάρτυρές μας.
Μετά τόσα χρόνια έχοντας καταλαγιάσει τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι εντάσεις, αισθάνομαι περήφανος που με αξίωσε ο Θεός να είμαι Έλληνας και Χριστιανός και που συμμετείχα στην πολεμική επιχείρηση στα Ιμια, όπου ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε την Πατρίδα μας. Εκείνα τα «σπασίματα της καρδιάς μας» αποδειχθήκανε κατά πολύ ανώτερα από όλη τη χλιδή του κόσμου τούτου, διότι υπηρετήσαμε ύψιστα, αθάνατα, αιώνια ιδανικά και ιδεώδη Αληθούς Πίστεως, Πατρίδος, παραδόσεως και λαμπρής ιστορίας. Εκείνα τα «σπασίματα της καρδιάς μας» της νύχτας εκείνης, μας κάνανε ανδρειότερους, γενναιότερους, δυνατότερους, ανίκητους, πιο ελεύθερους, πιο τολμηρούς, να αψηφούμε το θάνατο και να χαιρόμαστε την Ζωή. Αντιληφθήκαμε την ΑΞΙΑ της «ισχύς εν τη ενώσει» και ακόμα σε τέτοιες στιγμές παραμερίζονται τα ανθρώπινα πάθη, οι μεταξύ μας έχθρες και αντιπάθειες και γινόμαστε γροθιά μπρος στην Τούρκικη θρασυδειλία. Ήμασταν έτοιμη για τόν υπέρτατο σκοπό της ύπαρξής μας, δηλαδή της θυσίας τής ζωή μας, για τις οικογένειές μας, για τις οικογένειες όλων των Ελλήνων, για «τα ιερά και τα όσιά μας» ! και για τούτο θεωρούμαστε «τῃ προαίρεση Εθνομάρτυρες», εφόσον κρινόμαστε σύμφωνα με την προαίρεση της καρδιάς μας και όχι σύμφωνα με την έκβαση της πράξεως. Αισθάνομαι περήφανος που ο Θεός μού έδωσε τις αληθινές αξίες του Έλληνα, Αληθινή Πίστη, αξιοπρέπεια και συνείδηση, επίγνωση της αποστολής μου και ανδρείο φρόνημα, ακεραιότητα ήθους και αξιοπρέπεια, αθάνατες αξίες «θρεμμένες με το αντρειωμένο γάλα της παράδοσης και της ανδρειοσύνης»Κόντογλου που μας καθιστούν μοναδικούς στον κόσμο για την λεβεντιά μας και τον ηρωισμό μας. Αισθάνομαι περήφανος που μέσα από την υπηρεσία μου στην Πατρίδα μου, γνώρισα ότι η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στην οικονομική επιφάνεια, στους τίτλους ευγενείας και στο αξίωμα, αλλά στο ήθος στην ακεραιότητα χαρακτήρα και στην λεβεντιά, βασικά και παραδοσιακά χαρακτηριστικά των προγόνων μας των Ελλήνων, σε εκείνους που χαρακτηριστήκανε ήρωες και που πολεμήσανε και υποτάξανε τον θαυμασμό και την παραδοχή όλου του κόσμου. Δικαίως ο Πρωθυπουργός UΚ Τsortsil όρισε ότι ¨οι ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες¨. Τέλος αισθάνομαι περήφανος που κατάλαβα ότι πολλοί ήταν εκείνοι οι μορφωμένοι ηγέτες που προδώσανε όλα τα ιδανικά τους για προσωπικές φιλοδοξίες και κακές σκοπιμότητες και καταντήσανε να ξεφτιλίζονται, να κατακρίνονται και να κολάζονται αιώνια στις συνειδήσεις του κόσμου και στην ιστορία. Πολλοί ήταν και εκείνοι οι αγράμματοι ανώνυμοι, που με την λεβεντιά τους και την αυτοθυσία τους, λαμπρύνανε το Έθνος μας στους απελευθερωτικούς αγώνες και μας χαρίσανε την σημερινή ελεύθερη Ελλάδα και αναπαύονται δικαιωμένοι, απολαμβάνοντας τιμές και δόξες από όλους τους Έλληνες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και της ιστορίας.
Τούτη η κατάθεση ψυχής, αποτελεί χρέος, φόρος τιμής, αγάπης και αφοσίωσης απέναντι στην Ελλάδα μας, απέναντι στους Ήρωες που θυσιαστήκανε μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους, για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.

Τούτη η κατάθεση καρδιάς αποτελεί φόρος τιμής και απέναντι σε όλους τους νεοέλληνες που αγωνιούν για την ιστορία της και εργάζονται με τον δικό τους τρόπο να διατηρηθεί η φλόγα του ανδρειωμένου Έλληνα και να διαδοθεί παντού το μήνυμα της λεβεντιάς, της αρετής, αλλά και της τόλμης, για την αληθινή ελευθερία".

                                                                                            
                Του Μαρίνου Ριτσούδη
       Απόστρατου Μάχιμου Υποπλοίαρχου                              
               ΣΝΔ τάξεως 1990                                                
(Tρωκτικό)