Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ


Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η τοῦ Ἠλία Νικ. ΣΕΦΕΡΙΔΗ Εἰσαγγελέα Πλημμελειοδικῶν Σερρῶν
 

 

 Μᾶς τέθηκε τὸ ἐρώτημα μὲ τὸ ἀριθμ. πρωτ. 117/13.6.2001 ἔγγραφο τοῦ Ληξιάρχου τοῦ Δήμου Σερρῶν, μετὰ τὴν διαβίβαση πρὸς τὰ ληξιαρχεῖα τῆς χώρας τῆς μὲ ἀριθμ. 77700/411184/38/21/2000 ἐγκυκλίου τοῦ Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν, Δημόσιας Διοίκησης καὶ Ἀποκέντρωσης, (ΕΣΔΔΑ), ποὺ διαβιβάστηκε μεταξὺ ἄλλων καὶ στὸ Ληξιαρχεῖο Σερρῶν στὶς 17.1.2001 καὶ ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνει τὰ ἀναγραφόμενα στὸ μέ ἀριθμ. Α3/108,98/6.10.99 ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, μὲ τὴν ὁποία δίδεται ἡ ἐντολὴ στὰ ληξιαρχεῖα καὶ Μητρῶα Ἀρρένων τῆς Χώρας νὰ καταχωροῦν ὡς θρήσκευμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ἄν αὐτοὶ τὸ ἐπιθυμοῦν κατὰ τὶς δηλώσεις τους «Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». 

Ἱστορικὸ 

 Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ (Χιλιαστὲς) καταχωροῦντο στὰ Μητρῶα Ἀρρένων καὶ στὰ ληξιαρχεῖα τῆς χώρας στὶς στῆλες ἀναγραφῆς θρησκεύματος ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, Δημόσιας Διοίκησης καὶ Ἀποκέντρωσης πρόσφατα μὲ ἐγκύκλιό του ποὺ κοινοποιήθηκε στὰ ληξιαρχεῖα τῆς Χώρας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ οἱ ἀνωτέρω νὰ καταχωροῦνται, ἄν δηλώνουν τοῦτο ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ (βλ. τὴν μὲ ἀριθμ. 77700/21.12.2000 ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου ΕΣΔΔΑ) παραπέμποντας στὸ μὲ ἀριθμ. Α3/108,98/6.10.99 ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε μὲ βάση τὴν ἀριθμ. 59/1995/565/651/26.9.96 ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἄδεια λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, μὲ βάση τὴν ὁποία ἀποκλείεται ἡ παρέμβαση τοῦ Κράτους στὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν καὶ στὴν ἔκφραση αὐτῶν (θρησκευτικῶν πεποιθήσεων). 

 Σύμφωνα μὲ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 24 παρ. 5 ἐδάφ. β τοῦ νόμου 1756/88 ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀπευθύνει πρὸς ὁρισμένους Κρατικοὺς Λειτουργοὺς παραγγελίες, ὁδηγίες καὶ συστάσεις μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ οἱ ληξίαρχοι, ἐνῶ κατὰ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 25, παρ. 1, ἐδάφ. θ τοῦ ἰδίου Νόμου (1756/88) ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο σὲ ὁρισμένους Κρατικοὺς Λειτουργοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ οἱ ληξίαρχοι τῆς περιφέρειάς τους. Ἐξάλλου, ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 7 παρ. 1, 12 παρ. 4 καὶ 13, παρ. 2 τοῦ νόμου 344/76 ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν ἐνεργεῖ ἐπιθεώρηση στὰ ληξιαρχεῖα τῆς περιφέρειάς του καὶ ἐκδίδει πράξεις περὶ ἐγκυρότητας αὐτῶν (ληξιαρχικῶν πράξεων) καὶ ἄδειες διορθώσεων αὐτῶν. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται πὼς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἁρμόδιος γιὰ τὴν ἄσκηση ἐλέγχου στὰ ληξιαρχεῖα, τὶς καταχωρήσεις ληξιαρχικῶν πράξεων, τὴν ἐγκυρότητα ἤ ἀκυρότητα αὐτῶν, καθὼς καὶ τὴν ἔκδοση παραγγελιῶν, ὁδηγιῶν καὶ συστάσεων σχετικῶν μὲ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τῶν ληξιάρχων εἶναι ὁ Εἰσαγγελέας Πρωτοδικῶν. Ὁποιαδήποτε ἄλλη παρέμβαση δημόσιας ὑπηρεσίας ὡς πρὸς τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων τῶν ληξιάρχων καὶ κυρίως ὡς πρὸς τὰ καταχωρούμενα στοιχεῖα σ’ αὐτὲς (ληξιαρχικὲς πράξεις) θεωρεῖται ὡς ὑπέρβαση ἐξουσίας, ἀφοῦ τὸ δικαίωμα ἐλέγχου καὶ ἐπιθεωρήσεως τῶν ληξιαρχικῶν βιβλίων δίδεται σύμφωνα μὲ τὶς προμνημονευόμενες διατάξεις ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν Εἰσαγγελέα Πρωτοδικῶν. 

 Σύμφωνα μὲ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 1, 2, 4 τοῦ Συντάγματος 1975 τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀπαραβίαστο. Ὡς θρησκευτικὴ ἐλευθερία θεωρεῖται ἡ ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς λατρείας καὶ οἱ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τοῦ ἀτόμου. Γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ καὶ τὴν προστασία του πρέπει νὰ ὑφίσταται γνωστὴ θρησκεία. Τὸ δικαίωμα τοῦτο προστατεύεται καὶ ἀπὸ τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1, 2 τῆς ἀπὸ 4.11.50 Σύμβασης τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἀπὸ 20.3.52 πρωτοκόλλου τῶν Παρισίων ποὺ ὑπογράφηκε ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ποὺ κυρώθηκε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸν νόμο 2329/53 καὶ ΜΔ 33/74. Τὸ ἀνωτέρω δικαίωμα περιορίζεται μόνο στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ἄσκηση αὐτοῦ προσκρούει στὴν δημόσια τάξη, τὴν ὑγεία καὶ τὰ χρηστὰ ἤθη (βλ. σχετ. ΑΠ 421/91 ΝοΒ 39 σελ. 1421 ΤρΠλΤριπ 512/92 Ποιν. Χρον ΜΓ σελ. 317). 

 Βασικὸ δόγμα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἐν γένει εἶναι ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ τρισυπόστατο αὐτῆς (Θεότητας), τὸ ἕνα πρόσωπο σὲ τρεῖς ἐκφάνσεις, Πατὴρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ ὀρθὸν. «Βασικὸ δόγμα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἐν γένει εἶναι ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ β΄ πρόσωπο τῆς μιᾶς Ἁγίας Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ἤτοι τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ ὄντος Τρισυποστάτου· τοῦ Πατρὸς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ παραδόθηκε διὰ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος 325 καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τὰ πρῶτα ὀκτὼ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 381 θέσπισε τὸ ἔνατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καὶ ἀφορᾶ τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, καταδικάζοντας τὶς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Μακεδονίου καὶ Ἀπολλιναρίου καὶ ἡ Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 431 ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοτόκο καταδικάζοντας τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου ποὺ ὑποστήριζε πως ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι Χριστοτόκος καὶ ὄχι Θεοτόκος. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐν γένει ἀναγνωρίζει ὡς ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς του τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Υἱὸ Θεοῦ. Ἐνῶ οἱ Χιλιαστὲς χαρακτηρίζουν τὸν Χριστὸ ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο (βλ. χιλιαστικὸ περιοδικὸ 22.12.84 μὲ τὸν διακριτικὸ τίτλο «Ξύπνα») δὲν δέχονται τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, δεχόμενοι τὴν σωτηρία μόνο τῶν 144.000 καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν ψυχῶν τῶν λοιπῶν, δὲν πιστεύουν στὴν ἐν σώματι ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πιστεύοντας πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὶν τὴν σάρκωσή του (ἐνανθρώπισή του) ἦταν Ἄγγελος μὲ τὸ ὄνομα Μιχαὴλ καὶ παλαιότερη δοξασία τους ὑποστήριζε πὼς ὁ Χριστὸς Λόγος ταυτιζόταν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ διαβόλου. Ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται πλήρως ἀπό τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ἰωάννη α-1, κ΄, 28, 9 καὶ 10, πρὸς Ρωμ. θ΄, 5, πρὸς Τίτ. 13). 

 Ἡ καινοφανὴς ὀνοματοδοσία τους ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι ἀναληθὴς, ἀπατηλὴ καὶ παραπλανητικὴ, ἐκτὸς καὶ ἄν ἔχουν μεταλλάξει τὶς δοξασίες τους περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δεχόμενοι τὴν Θεότητα αὐτοῦ, γεγονὸς ποὺ δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ οὐδένα. Ὁ Χιλιασμὸς καὶ οἱ δοξασίες του θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ὡς παναίρεση, ὄχι ὅμως ὡς χριστιανικὴ αἵρεση. Οἱ ἀπόψεις τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ὡς συνοθύλευμα τῶν δοξασιῶν τῶν Ἐβιωναίων ἤ Ἐβιωνιστῶν (ἰουδαΐ ζουσα αἵρεση) καὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀπολλιναρίου (βλ. Ἀναστασίου Ἀντωνόπουλου, Χιλιασμὸς καὶ Χριστιανισμὸς, σελ. 48ξ ἑπ.). Ἀπὸ τὴν σύσταση τῆς Ὀργάνωσης τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ αὐτοὶ ἐμφανίζονταν κατὰ περίπτωση μὲ διάφορες ἐπωνυμίες. Ἀρχικὰ εἶχαν ἐμφανιστεῖ ὡς Ρωσελίτες, ἐπωνυμία προερχόμενη ἐκ τοῦ ἱδρυτὴ τῆς Ὀργανώσεώς τους Καρόλου Ρῶσελ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπορος ἐνδυμάτων, ποὺ διατηροῦσε πολλὰ καταστήματα στὸ Μπρούκλιν τῶν ΗΠΑ. Ὁ Ρῶσελ λόγῳ ἀποτυχίας του στὸ ἐμπόριο ἐνδυμάτων θέλησε νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Ν.Μπαρμποὺρ ἐκδότη τῆς ἐφημερίδος Ἑωθινὸς Κήρυκας, ἐπειδὴ ἡ συνεργασία αὐτὴ δὲν ἐπιτεύχθηκε, ἵδρυσε τὴν φυλλαδικὴ ἑταιρεία μὲ τὴν ἐπωνυμία Σκοπιὰ τοῦ Πύργου. Σκοπὸς τῆς ἑταιρείας ἦταν ἡ διανομὴ φυλλαδίων τοῦ περιοδικοῦ Σκοπιὰ μὲ τὶς δοξασίες τους ποὺ ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται καὶ διαδίδονται σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν συνέχεια ἐμφανίστηκαν μὲ τὴν ἐπωνυμία Χιλιαστὲς, ποὺ στηρίζεται στὴν δοξασία τους περὶ χιλιετοῦς βασιλείας, ἀργότερα ἐμφανίστηκαν ὡς Σπουδαστὲς τῆς Γραφῆς, ὡς Χαραυγίτες τῆς χιλιετίας, ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ προσφάτως μὲ τὴν νεόκοπη ἐπωνυμία ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. 

 Στὸ ἀπόρρητο χιλιαστικὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Λύχνος» ἀναγράφονται οἱ σκοποὶ τῶν Χιλιαστῶν. Συγκεκριμένα ἀναγράφεται πὼς πρέπει νὰ μεταδίδουν τὶς δοξασίες τους σὲ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς κατ’ ἐπανάληψη ἐπισκέψεις καὶ οἰκονομικὲς βοήθειες σ’ αὐτοὺς. Ἕνα ἄλλωστε ἀπό τὰ δόγματὰ τους εἶναι πὼς θὰ ἔλθει ἡ χιλιετὴς βασιλεία στὴν γῆ, ὅπου θὰ κυβερνήσουν οἱ προπάτορες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ κ.λπ., ὅταν συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν 144.000 (βλ. σχετ. μὲ παραπομπὲς Ηρακλ. 87/86 ΑρχΝ ΑΖ σελ. 470 μὲ σχόλιο Γεωργ. Κρίππα). Ἡ ἐπωνυμία τους αὐτὴ εἶναι ψευδὴς, ἀπατηλὴ καὶ παραπλανητικὴ, γιατὶ σκοπὸ ἔχει νὰ παραπλανήσει ἀφελεῖς καὶ ἀδυνάτους στὴν πίστη ἀνθρώπους, πὼς καὶ αὐτοὶ (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ) πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἄλλωστε φέρουν ὡς ἐπωνυμία τους τὸν τίτλο Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἐνῶ τοῦτο εἶναι ἀναληθὲς, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν ὡς ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς τους τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν θεότητα αὐτοῦ, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω δέχονται Αὐτὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο (βλ. χιλιαστικὸ περιοδικὸ μὲ τὸν τίτλο Ξύπνα 22.12.84). Τὸ Γαλλικὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας μὲ τὶς ἀριθμ. 215109/26.3.2000 καὶ 215152/23.3.2000 ἀποφάσεις του (βλ. περιοδιὸ Actualize Juridique 2000, σελ. 671) δὲν δὲχονται ὡς γνωστὴ θρησκεία στὴν Γαλλία τὸν Χιλιασμὸ. Τὸ Ὁμοσπονδιακὸ Διοικητικὸ Ἀκυρωτικὸ Δικαστήριο Γερμανίας ὁμοίως ἀπορρίπτει αἴτηση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ περὶ ἀναγνωρίσεώς τους ὡς γνωστῆς θρησκείας μὲ τὴν αἰτιολογία πὼς ἡ συμπεριφορὰ αὐτῶν ἀντίκειται πρὸς τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμοὺς δηλ. εἶναι ἀντίθετη μὲ τὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν ἔννομη ἐν γένει τάξη. Οἱ Χιλιαστὲς ἤ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ μὴ δεχόμενοι τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πιστεύοντας αὐτὸν ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο καὶ πὼς εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Ἑωσφόρου ἤ παλαιότερα πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Λόγος ἦταν ταυτόσημο πρόσωπο τοῦ διαβόλου δὲν μποροῦν νὰ αὐτοεπικαλοῦνται ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλὰ θὰ προσιδίαζε νὰ ὀνομαστοῦν ὡς Ἀντίχριστοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀφοῦ οἱ δοξασίες τους συνιστοῦν βλασφημία τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ δήλωση κάποιου πρὸς τὶς ἀρχὲς σχετικὰ μὲ τὸν τίτλο τοῦ θρησκεύματός του εἶναι διάφορος ὡς πρὸς τὶς πεποιθήσεις του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς του συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ Θείου. Οἱ χιλιαστὲς ἐπιθυμοῦντες νὰ δηλώνονται ὡς Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ προσπαθοῦν νὰ παραπλανήσουν καὶ προσηλυτίσουν ἀφελεῖς καὶ ἀδιάφορους πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀνθρώπους. Οἱ δηλώσεις τοῦ θρησκεύματος πρὸς τὶς ἀρχὲς ρυθμίζουν τὶς σχέσεις πολιτῶν πρὸς τὸ Κράτος καὶ ἐπιβάλλεται νὰ διέπονται ἀπὸ εἰλικρίνεια καὶ συνέπεια. Οἱ αὐτοεπικαλούμενοι Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, σκοπὸ ἔχουν μὲ τὶς δηλώσεις τους νὰ παραπλανήσουν ἀφελεῖς καὶ ὀλιγογράμματους κυρίως ἀνρθώπους πὼς καὶ αὐτοὶ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ ἔτσι τοὺς προσηλυτίσουν καὶ μὲ τὶς λοιπὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ καταστήσουν ἔτσι ὀπαδοὺς τῶν δοξασιῶν τους. Ὁ πολίτης ὑποχρεοῦται νὰ δηλώνει εἰλικρινὰ ὅσον τοῦτο ζητεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τὸ θρήσκευμα ἤ δόγμα του. Ὁ χιλιασμὸς συνιστᾶ παναίρεση, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοδαπὴ νομολογία ὡ γνωστὴ θρησκεία, ἀφοῦ δὲν εἶναι γνωστὸ τὸ ἀκολουθούμενο τυπικὸ τους καὶ ἡ λατρεία τους. Γνωστὲς εἶναι μόνο οἱ δοξασίες τους, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν καθολικισμὸ ὡς πολέμιες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ ληξίαρχοι ὑποχρεοῦνται νὰ καταχωροῦν στὰ ληξιαρχικὰ βιβλία ὡς θρήσκευμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ τὸν ἀληθῆ τίτλο τῆς πίστεώς τους «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν δήλωση αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ νεόκοπη αὐτὴ ὀνοματοδοσία εἶναι ἀντίθετη μὲ τὶς δοξασίες τους, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω αὐτοὶ (Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ) δὲν πιστεύουν στὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως δὲν ἀναγνωρίζουν αὐτὸν ὡς ἱδρυτὴ καὶ Ἀρχηγὸ τῆς πίστέως τους. 

 Οἱ δηλώσεις τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ὡς Χριστιανῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀντίκεινται στὰ χρηστὰ ἤθη, γιατὶ εἶναι παραπλανητικὲς καὶ ἀποβλέπουν στὸν προσηλυτισμό καὶ παραπλάνηση ὀλιγογράμματων καὶ ἀφελῶν ἀνθρώπων στὶς δοξασίες τους. 


 Ἑπομένως:
 Οἱ Χιλιαστὲς ἀποτελοῦντες παναίρεση, ἡ ὁποία βάλλει κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅταν μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς δοξασίας τους εἶναι καὶ ὁ προσηλυτισμὸς καὶ ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὀπαδῶν τους στὸν ἀριθμὸ 144.000. Οἱ ἀκολουθούμενες μεθοδεύσεις γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ὀπαδῶν τους ἀντίκειται στὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν ἐν γένει ἔννομη τάξη, ἀφοῦ οἱ χρησιμοποιούμενοι μέθοδοι παραβιάζουν τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καὶ μὲ πειθὼ, μὲ ἄσκηση ψυχολογικῶν πιέσεων, χρησιμοποίηση χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς ὀλιγογραμμάτους καὶ ἀσχέτους μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀνθρώπους παρερμηνεύοντας αὐτὰ προσηλυτίζουν αὐτοὺς στὶς δοξασίες τους. 
 Κατὰ συνέπεια, δὲν πρέπει οἱ ληξίαρχοι νὰ καταχωροῦν στὰ βιβλία τὶς ἀναληθεῖες δηλώσεις τῶν χιλιαστῶν καταχωρώντας αὐτοὺς ὡς Χριστιανοὺς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀλλὰ ὡς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ πρὸς ἀποφυγὴ συγχύσεως καὶ προσηλυτισμὸ, γιατὶ οἱ δηλώσεις τους αὐτὲς ἄλλωστε δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἔκφραση τῶν θρησκευτικὼν τους πεποιθήσεων (οἱ ὁποῖες εἶναι βέβαιο πὼς βάλλουν κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ), ἀλλὰ σχέση ποὺ ρυθμίζει τὴν σχέση αὐτῶν μὲ τοὺς ἄλλους πολίτες καὶ τὴν ἀποφυγὴ ἔτσι ὅλων τῶν ἀνωτέρω συνεπειῶν.  
                                                                                                      
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου